γεροντωπὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροντωπὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γεροντοπὸς ἐπίθ. Ἤπ. – Γ. Βλαχογιάνν., Λόγοι κι ἀντίλ., 147, Τὰ παληκάρ., 80 – Λεξ. Αἰν. Βλαστ. 255. Δημητρ. γεροdωπὸς Ἀστυπ. Κρήτ. γιρουντουπὸς Ἀλόνν. Εὔβ. (Μετόχ. Στρόπον.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Τριχων. Φθιῶτ.) γεροντζωπὸς Πελοπν. (Βούρ- βουρ. Λακεδ.) γεραντωπὸ Τσακων. (Πραστ. κ.ἀ.) γεροντωπιˬὸς Πάρ. (Λεῦκ.) –Σ. Δάφν., Ν. Ἑστ. 18 (1935), 1048 – Λεξ. Περίδ. Αἰν. Βυζ. Μπριγκ. γεροdοπιˬὸς Ἄνδρ. Θήρ. Κεφαλλ. Κύθν. Πάρ. (Λεῦκ. κ.ἀ.) γεροντζωπιˬὸς Πελοπν. (Καλάμ.) ᾽ερονdωπὸς Κάρπ. (Ἔλυμπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γέροντας καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –ωπός. Πβ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2, 456, Ζ. Γαβαλᾶ, Ἀθηνᾶ 45 (1933), 200 κεξ. Ὁ τύπ. γεροντωπιˬὸς ἐσχηματίσθη κατ᾽ ἀναλογίαν πρὸς τὸ συνών. γεροντονιˬός.
Σημασιολογία
1) Ἐπὶ ἀνθρώπων ἢ ζῴων, ὁ ἔχων ἡλικίαν προκεχωρημένην καὶ ἐμφάνισιν μᾶλλον γεροντικήν, ὁ ἀποκλίνων πρὸς τὴν γεροντικὴν ἡλικίαν μὲ καταφανῆ τὰ σημεῖα τοῦ γήρατος ἔνθ᾽ ἀν.: Ηὗρεν ἕνα γεροdωπὸ ποὺ ἦταν bαρbέρης Ἀστυπ. Μωρ᾽ αὐτὴ ἡ Μαριˬὼ εἶναι γεροdωπιˬὰ Πάρ. (Λεῦκ.) Πῆε κ᾽ ἐπῆρε νιˬὰ κοντὴ καὶ γεροντζωπὴ Πελοπν. Βούρβουρ.) Κυρ-νωματάρχα, μὲ τὶς γυναῖκες τὰ τὰ βάλωμε, εἶπε ἕνας χωροφύλακας, ὁ πιὸ γεροντωπὸς Γ. Βλαχογιάνν., Τὰ παληκάρ., ἔνθ᾽ ἀν. Ἔμοιαζε κοινὸς διˬαβάτης, ἄνθρωπος γεροντωπός, τριμμένος, ψαρογένης, ἀνάμαλλος Γ. Βλαχογιάνν. Λόγοι κι ἀντίλογ. ἔνθ᾽ ἀν. Ἦταν ἕνας κύριος γεροντωπός, μὲ τὴν ἄδερφή του Σ. Δάφν., ἔνθ᾽ ἀν. || ᾎσμ. Ὡς πρέπουν πάνω ᾽ς τὰ ᾽ενdρὰ τοῦ Μάη τὰ πουλ-λάκιˬα, πρέπουσι κ᾽ οἱ ᾽ερονdωποὶ μὲ τὰ παλληκαράκιˬα Κάρπ. (Ἔλυμπ.) 2) Ἔπὶ δένδρων, ὁ παρουσιάζων ἔκδηλα σημεῖα γεροντικῆς ἐξαντλήσεως, ὅπως ξηρὰ τμήματα κορμοῦ, ριζῶν, κλάδων, βλάστησιν ἀσθενικὴν κλπ. Εὔβ. (Μετόχ. Στρόπον) Πελοπν. (Λακεδ. Καλάμ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Τριχων. Φθιῶτ.) Τσακων. (Πραστ. κ.ἀ.) Ἔκουψα ἕνα γιρουντουπὸ πουρνάρ᾽ Στρόπον. Διˬαλέου τὰ πιˬὸ γιρουντουπὰ ἔλατα κι ἀφίνου τὰ νιˬώματα (= τὰ νεώτερα) αὐτόθ. Οἱ πιˬὸ γιρουντουπὲς ἀριˬὲς κάν᾽νε τ᾽ bιˬὸ καλὴ φουτιˬὰ (ἀριˬὰ = δρῦς ἡ ἀρία) Μετόχ. Ἔπισ᾽ ἕνας γιρουντουπὸς ἔλατους κ᾽ ἔφκε͜ιασα εἴκοσ᾽ φουρτώματα ξύλα Αἰτωλ. Βρῆκα ἕνα γεροντζωπὸ ξύλο ἐλιˬᾶς καὶ θὰ φκε͜ιάσω μιˬὰ καλὴ κλίτσα Λακεδ. Ὁ κορμὸ τᾶρ ἐλία ἔνι γεραντωπὸ (ὁ κορμὸς τὴς ἔιᾶς εἶναι γηρασμένος) Πραστ. Ὄ᾽ νι ποῖντα ἔγκι τὸ κᾶι γιὰ ἔρατε, ἔνι γεραντωπὸ ταὶ θὰ κατουθῇ (δὲν κάνει αὐτὸ τὸ ξύλο γιὰ ἀλέτρι, εἶναι γεροντωπὸ καὶ θὰ σπάσῃ) αὐτόθ. 3) Ἐπὶ λίθου, ὁ πολὺ σκληρὸς πωρόλιθος καὶ ὡς ἐκ τούτου κατάλληλος δι᾽ οἰκοδομικὴν Τσακων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA