ἀναχοχλακίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναχοχλακίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναχοχλακίζω Δ.Κρήτ.-Λεξ. Μ.᾿Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. ἀνεχοχλακίζω Θήρ. Α.Κρήτ. ἀναχοχλακῶ Δ.Κρήτ. ἀνεχοχλακῶ Α.Κρήτ. ᾿νεχοχλακῶ Α.Κρήτ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ ρ. χοχλακίζω. Ἡ λ. καὶ ἐν ᾿Ερωτοκρ. Β 771 (ἔκὃ. ΣΞανθουδ.) «τὰ σωθικά ντ’ ὡς τὸ θερμὸ βράζου ἀναχοχλακίζου».

Σημασιολογία

Διατελῶ ἐν βρασμῷ, κοχλάζω ἔνθ’ ἀν.: Ὅdε θ' ἀνεχοχλακίσῃ τὸ νερό, νἀ ρίξῃς μέσα τὰ κουκκιˬὰ Κρήτ. ᾿Ανεχοχλακᾷ τὸ τσικάλι, μόνο ρῖξε τσοὶ βροῦβες (βραχυλ. ἀντὶ ἀνεχοχλακᾷ τὸ νερὸ τοῦ τσικαλιˬοῦ) αὐτόθ. ᾿Ενεχοχλάκιξε τὸ νερό, μόνο σ᾿κώσου νὰ χύσῃς τὴ bουγάδα αὐτόθ. Τὸ αἷμα μου ἀνεχοχλακᾷ ἐκε͜ιὰ ποῦ τὴνε θωρῶ αὐτόθ. Συνών. ἀναβράζω, Α1, βράζω, χοχλάζω, χοχλακίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/