βρυχε͜ιέμαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρυχε͜ιέμαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βρυχε͜ιέμαι Ἤπ. Πελοπν. (Καρδαμ. Μάν.) βρυχε͜ιέμι Ἤπ. Μακεδ. (Βλάστ.) βρυχε͜ιοῦμαι Ἤπ. –Λεξ. Δημητρ. βρουχε͜ιοῦμαι Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Ρόδ. –ΑΠροβελ. Ποιήμ. 1, 408 –Λεξ. Βλαστ. 237 βρουχε͜ιέμαι Πελοπν. (Λάστ. κ.ἀ.) –Λεξ. Βλαστ. 237 βρουχε͜ιέμι Θράκ. (Αἶν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ. Ναύπακτ.) βρυκε͜ιέμαι Κύπρ. βρουχειῶμαι Κάρπ. (Ἔλυμπ.) βρυχοῦμαι Καππ. Κρήτ. Κύθηρ. Κύπρ. βρουχοῦμαι Κρήτ. (Βιάνν. Σητ. Σφακ. κ.ἀ.) Κύθηρ. Ρόδ. Χίος βρυκοῦμαι Κύπρ. βρεχοῦμαι Καππ. (Ἀξ. Ἀραβάν. Σινασσ.) βρακοῦμαι Κρήτ. (Σέλιν. Σφακ. κ.ἀ.) βρεχῶμαι Καππ. (Ἀνακ.) βρυχίζω –ΓΜαρκορ. Ὅρκ. 26 ΔΣολωμ 257 –Λεξ. Δημητρ. βρουχίζω Ἀστυπ. –Λεξ. Βλαστ. 51 Δημητρ. βρυχίζομαι Ρόδ. βρουχίζομαι Κρήτ. (Βιάνν.) Πελοπν. (Λάστ.) Ρόδ. Χίος βρουχίζουμαι Ρόδ. βρεχίζουμαι Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν.) βρεΐζουμαι Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.) βρυκάζω Ἤπ. βρεΐζω Καππ. (Σινασσ.) βρυτίζω Κύπρ. βρουχῶ Λεξ. Μπριγκ. βρυτῶ Κύπρ. βρυάσκω Καππ. (Σίλ.) βρέχουμι Καππ. (Μισθ.) βυριˬάνου Καππ. (Σίλ.) βυριˬούμου Καππ. (Σίλ.) ἀβρυντούμενε Τσακων. γρυτσίζομαι Κύπρ. βραχᾶμαι Κρήτ. bουρκε͜ιῶμαι Θρᾴκ. (Σουφλ.) Μετοχ. βρυγε͜ιοῦντας Ἤπ. βρεγε͜ιοῦντας Ἤπ. Α.Ρουμελ. (Καρ.) βρεχῶντας Α.Ρουμελ. (Καρ.) βρουχόμινους Μακεδ (Καταφύγ.) βρουχισμένος Χίος -Λεξ. Βλαστ. 88 καὶ 123.

Ετυμολογία

Ἐκ. τοῦ ἀρχ. βρυχῶμαι. Ὁ τύπ. βρουχοῦμαι καὶ παρὰ Δουκ. Ὁ τύπ. βρυχίζομαι καὶ μεσν. Ἰδ. Ἰμπέρ. καὶ Μαργαρ. στ. 180 (ἔκδ. SLambros) «τήν ξενιτειὰν βρυχίζονται πῶς νὰ τὴν ὑπομένουν | μὲ λύπες καὶ μὲ κλάματα καὶ βρυχισμοὺς μεγάλους». Οἱ τύπ. βρυχῶ, βρυχοῦμαι καὶ μετοχ. βρυχῶντας καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Βρυχῶμαι, μυκῶμαι, βελάζω, οὐρλιάζω (α) Ἐπὶ ἐμψύχων Ἤπ. Θρᾴκ. (Σουφλ.) Κρήτ. (Βιάνν. Σφακ. κ.ἀ.) Καππ. (Σινασσ.) Κύπρ. Πελοπν. (Λάστ. Καρδαμ. Μάν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀρτοτ. Ναύπακτ. κ.ἀ.) Τσακων. -Λεξ. Βλαστ. 237 Δημητρ.: Τὸ θεριὸ ἐβρουχούdονε Βιάνν. Ἅμα θὰ πέθινι κἀνένας, βρουχε͜ιέταν τοῦ στ᾿χε͜ιὸ Ναύπακτ. ᾿Εβρακούdα d’ ἀγρίμι Σφακ. ᾿Εβρυχίστη τὸ βόδι Καρδαμ. Μάν. Τοὺ βόδ’ βρουχε͜ιέτι Ἀρτοτ. Τοὺ βόδ’ bουρκε͜ιέτι Σουφλ. Βρουχᾶται σὰ dὸ θεριˬὸ Σφακ. Βρακᾶται τὸ πρόβατο κ᾿ ἡ--αἶγα Κρήτ. Βρυχε͜ιέται ἡ γίδα Καρδαμ. Μάν. Τὸ σκυλλὶ βρεχούνταν Σινασσ. Ἔκι ἀβρυντούμενε ὅα νιούτα ὁ κοῦε (οὔρλιαζε τὸ σκυλλὶ ὅλη τὴ νύχτα) Τσακων. ‖ ᾎσμ. Σὰν τὸ γουβάλι ἔσκουζε, σὰν τὸ θεριὸ βρουχε͜ιέταν Λάστ. Τὸ βουκολε͜ιὸ βρουχίστηκε κ᾿ ἡ Πόλι ἀναταράχτη αὐτόθ. Ὁ Τοῦρκος ἐκοντόφθασεν ᾿ς τὴν Πόλιν κ’ ἐβρυκᾶτον Κύπρ. Ξαπλώνετ’ ὁ Καφάμπασης, ὡσὰν θεριˬὸ βρυκάζει Ἤπ. Ἕνα βούι κουτουλιˬάρις, | ἕνας γάιδαρος τσινιˬάρις, ἕνας χοῖρος bαλωμένος ǀ κιˬ ἀποὺ τὴν νορὰ δεμένος κ᾿ ἕνα πρόβατο κερούλλι | ποῦ βρακᾶται ᾿ς τὸ πεζούλλι Κρήτ. ‖ Ποίημ. Τοῦ μαύρου τόπου τὸ στοιχε͜ιὸ ποῦ βρύχιζε ’ς τ’ ἀφτιˬά της ΓΜαρκορ. ἔνθ’ ἀν. (β) Ἐπί ἀψύχων Ἀστυπ. Κρήτ. (Βιάνν. Σητ. κ.ἀ.) Κύθηρ. Κύπρ. Πελοπν. (Καρδαμ. Μάν.) Ρόδ. -ΔΣολωμ. ἔνθ’ ἀν. –Λεξ. Βλαστ. 51 Δημητρ. ΑΠροβελ. ἔνθ’ ἀν.: Μιὰ φορὰ κιˬ ἄνεμος νὰ μὴ φυσᾷ, ἡ θάλασσα δὲν καταλλαγιˬᾷ, μόνο βρουχᾶται, γιˬατ’ ἔχει κατάρα ἀποὺ τὸ Θεὸ (καταλλαγιᾷ=ἠρεμεῖ, ἡσυχάζει) Σητ. Βρουχᾶται ἡ θάλασσα Βιάν. Κύθηρ. Βρουχε͜ιέται ἡ θάλασσα Καρδαμ. Μάν. (πβ. Ὁμ. Ε 411 «ἀμφὶ δὲ κῦμα βέβρυχεν ρόθιον»). Βρουχε͜ιέται τὸ νερὸ Ρόδ. Βρουχᾶται τὸ νερὸ Βιάνν. Ὁ ποταμὸς βρουχᾶται αὐτόθ. Βρουχε͜ιέται τὸ σπαρμένο αὐτόθ. Ἡ γῆς ἐσείστη, ὁ οὐρανὸς ἐβρουχίστη αὐτόθ. || ᾎσμ. Τὰ ὄρη ἀναταράσσονται καὶ τὰ βουνὰ βρουχοῦνται Κρήτ. Σὰν θάλασσα βρουχίζουμαι,σάν κῦμα δέρν’ ὁ νοῦς μου Ρόδ. Μισσεύγεις κιˬ οὐρανὸς βροdᾷ κ’ ἡ θάλασσα βρουχᾶται κιˬ ὡς καὶ τὸ χῶμα ποῦ πατᾷς κ’ ἐκεῖνο σὲ λυπᾶται Κρήτ. Σὰν τρέχει τὸ πολ-λὺν νερὸν ’ς τοὺς κάμπους καὶ βρυκε͜ιέται, τὸ γαῖμαν του ’τσι νὰ τὸ ’δῶ ἀπ᾿ ἀγαπᾷ κιˬ ἀρνε͜ιέται Κύπρ. || Ποίημ. Ὁ οὐρανὸς σὲ προσκαλεῖ κ’ ἡ κόλασι βρυχίζει ΔΣολωμ. ἔνθ’ ἀν. Κόσμε σκοτίσου, μάνισ’ ἀγέρα, | βρόντησ᾿ αἰθέρα, κῦμα βρουχήσου, πᾶρε με, κύλα με ᾿ς τὴν ὀργή σου ΑΠροβελ. ἔνθ’ ἀν. β) ᾿Οργῶ πρὸς συνουσίαν, ἐπὶ ζῴων Κρήτ. (Σέλιν.): Βρακᾶται ἡ αἶγα μας καὶ πρέπει νὰ γυρεύῃ. 2) Ἀντηχῶ Ἀστυπ. Κρήτ. Κύπρ.: ᾿Εκεῖνος μὲ μιˬὰ χοντρὴ φωνὴ ποῦ βρούχισεν ὁ κάμπος λέει (ἐκ παραμυθ.) Ἀστυπ. Ὅλος ὁ τόπος βρουχᾶται ἀποὺ τσοὶ φωνές του Κρήτ. || ᾎσμ. Ἡ θάλασσα μουγκάρισεν τ’ ἡ γῆ χαμαὶ βρυκᾶται Κύπρ. 3) Ὀδύρομαι, κλαίω γοερῶς, Α.Ρουμελ. (Καρ.) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Καππ. (Ἀνακ. Ἀξ. Ἀραβάν. Γούρτον. Μισθ. Σίλ. κ.ἀ.) Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ.ἀ.) Κρήτ. (Σητ.) Κύθηρ. Μακεδ. (Βλάστ. Καταφύγ.) Τσακων. Χίος. -Λεξ. Βλαστ. 123: Δέρνεται μέρα νύχτα ’ς τὰ χαράκιˬα καὶ ’ς τὰ σκουράφιˬα καὶ βρουχᾶται (χαράκιˬα=βράχοι, σκουράφιˬα=ἐδάφη αἰχμηρὰ) Σητ. Κλαίει καὶ βρουχε͜ιέτι Αἶν. Ἔκι ἀβρυντούμενε τὸ καμπζὶ ὅα νιούα (ἔκλαιε τὸ παιδὶ ὅλην τὴν νύκτα) Τσακων. || ᾎσμ. Σαράντα μέρες ἕπλεγε γελε͜ιοῦντας τραγουδειοῦντας κιˬ ἄλλες σαράντα ἔπλεγε κλαιοῦντας καὶ βρεχε͜͜ιοῦντας Καρ. Νὰ κλαίῃ νὰ βρυχε͜ιέται | καὶ νὰ χύνῃ μαῦρα δάκρυα Ἤπ. Χάρε, βρυχᾶτ’ ἡ μάννα μου, στριγγᾷ ἡ ἀδελφή μου. Καππ. Κ’ ἤφαε τρὰ λαφόπουλλα καὶ τῶν λαφιῶν τὴν μάννα, καὶ πάλ’ ἤκλαιε καὶ βρούχετο πῶς εἶχεν λίο σῶμα (τὸ βρούχετο ἀντὶ βρουχέτο) Κάρπ. Βλέπει τοῦ Γιˬάννη κ᾿ ἔρχιτι κλιˬαμένου κὶ δαρμένου, κλιˬαμένου κὶ βρουχόμινου καὶ παραπονιμένου Καταφύγ. Φεύγει τσαὶ πάει ’ς τὸν τσύρι της κλαμένη βρουχισμένη Χίος. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. ᾿Ιμπέρ. καἱ Μαργαρ. στ. 490 (ἔκδ. SLambros) «ἐβγάζουν κλάηματα πικρῶς, βρυχοῦν, μοιρολογοῦσιν» καὶ στ. 808 «ἀλλὰ βρυχᾶται ἀπὸ ψυχῆς, κλαίει ἀπὸ καρδίας» Συνών. βρυχάζω 4) Κραυγάζω, καλῶ μεγαλοφώνως Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Σινασσ.) Κάρπ. (Ἔλυμπ.) –Λεξ. Βλαστ. 237 5) Μετβ. πληρῶ τι θορύβου Κύπρ.: Ἐβρύτισεν τὰ ’φκιά μας ’ποὺ τοὶς φωνές. Πβ. βρυχωμανιˬάζω, βρυχωμανῶ, βρυχωμομανῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/