γεροξεκούτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροξεκούτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ξεροξεκούτης ὁ, πολλαχ. γεροκικούτ ᾽ς Ἤπ. (Πλατανοῦσ.) γιρουξικούτ.᾽ς Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀχυρ. Κολάκ. Ὑπάτ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γερο- καὶ ξεκούτης.
Σημασιολογία
Ἄτομον μεγάλης ἡλικίας τὸ ὁποῖον ἔχασε τὴν διαύγειαν τοῦ πνεύματός του, παράξενον καὶ ἰδιότροπον καὶ τοῦ ὁποίου οἱ λόγοι δὲν ἔχουν λογικὸν εἱρμὸν πολλαχ.: Γιˬὰ ᾽δὲς τὸ γεροξεκούτη τί κάθεται καὶ λέει! πολλαχ. Ἦρθ᾽ ὁ γεροξεκούτης ὁ μπάρμπας μου ᾽πο τὴ Χορεύτρα (ὄν. χωρίου) Πελοπν. (Παιδεμ.) Διˬάκ᾽ ὁ γεροξεκούτης ὁ μηλαδερφός μου τὴν Τραγάνα καὶ δὲν τὸ λέει νὰ γυρίσῃ στὸ ᾽ρμαδιˬακό του τὸ σπίτι του (διˬάκε τὴν Τραγάνα = μετέβη εἰς τὸ χωρίον Τραγάνα, μηλαδερφὸς = ἑτεροθαλὴς ἀδερφὸς) Πελοπν. (Γαργαλ.) Ντὶπ γιρουζικούτ᾽ς εἶσι, κακουμοίρ᾽ μ᾽; Στερελλ. (Ἀχυρ.). Συνών. γεροξεκουτιˬάρης, γεροξούρας, γεροπαραλυμένος, γεροπαράλυτος, ξεκούτης, ξεκουτιˬάρης.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA