ἀναχρεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναχρεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναχρεύω Πελοπν.(Λακων.) Μέσ. ἀναχρεύομαι Πελοπν. (Γέρμ. Λακων. Μάν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ ἀνάχρα, δι᾿ ὃ ἰδ. ἀνάχρε͜ια.

Σημασιολογία

1) ᾿Ενεργ καὶ μέσ. ἐρευνῶ διὰ νὰ εὕρω οἰκιακόν τι σκεῦος Πελοπν. (Λακων. Μαν) Τι’ ἀναχρεύεσαι; Μάν. 2)Μέσ. ἀναμειγνύομαι Πελοπν. (Γέρμ. Μαν) Αὐτὸς ἀναχρεύεται ᾽ς τὰ σπιτιˬάτικα Γέρμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/