ἀρμούτι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρμούτι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρμούτι τό, Ἤπ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λάστ.) κ.ἀ. -Λεξ. Βλαστ. ἀρμούτ’ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Διδυμότ.) Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Τουρκ. armut=ἀπίδιον.
Σημασιολογία
1) Ἀπίδιον Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Πόντ. (Χαλδ.): Παροιμ. Ντὸ θὰ λές άτο μοὺτ μούτ, πέ ἀτο ἀρμούτ’ (ἀντὶ νὰ τὸ λέγῃς μοὺτ μοὺτ εἰπέ το ἀρμούτ’. Πρὸς τὸν συγκεκαλυμμένως καὶ ἀσαφῶς ὁμιλοῦντα ὡς ὁ θέλων μὲν νὰ εἴπῃ τὴν λ. ἀρμούτ’, περιοριζόμενος δὲ μόνον εἰς τὴν δευτέραν συλλαβὴν αὐτῆς) Χαλδ. 2) Εἶδος βαρέος τουφεκίου ἔχοντος ὑποκόπανον ἀπιδοειδῆ Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Διδυμότ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λάστ.) κ.ἀ.: ᾊσμ. Ἀρμούτι εἰς τὸν πόλεμο, νταλιˬάνι ᾿ς τὸ σημάδι καὶ καριοφίλι’ς τὴν λαλιˬὰ σὰν τ’ ἄξιˬο παλληκάρι Λάστ. Ἀρμούτι, ἔβγα ’ς τὸν πόλεμο, νταλιˬάνι, ’ς τὸ σημάδι Ἤπ.-Ποιήμ. Βογγάει τ᾽ ἀρμούτι τὸ παλα͜ιό...ἐρρέκαξ’ ὁ δερβίσης, ἁπλώθηκε ταπίστομα κιˬ ἀκόμα μὲ τὰ νύχιˬα κρατεῖ σφιχτ᾽ ἀπὸ τὰ μαλλιˬὰ τὰ δυό του τὰ κεφάλιˬα ΑΒαλαωρ. Ἔργα 3,203. Βάξτε χούι χούι χούι! τρεῖς βολές, ρίξτε καὶ τρία ἀρμούτιˬα καὶ εἰπέτε καὶ τοῦ τσέλιγκα παινετικὸ τραγούδι ΚΚρυστάλλ. Ἔργα, 2, 37.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA