ἀνάχτισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάχτισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνάχτισμα τό, Ζάκ. ἀνέχτισμα Νάξ. (᾿Απύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀναχτίζω.
Σημασιολογία
1) ᾿Ανοικοδόμησις, ἐρειπωθέντος οἰκοδομήματος Ζάκ Συνών. ξανάχτισμα. 2) Ἐπιδιόρθωσις Νάξ. (᾿Απύρανθ.): Κάθε χρόνο θέν οἱ τράφοι ἀνέχτισμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA