ἁρμυρεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁρμυρεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἁρμυρεˬὰ ἡ, πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἁρμύρα καὶ τῆς καταλ. -εˬά.
Σημασιολογία
Τὰ ἐξῆς φυτὰ 1) Ἀτράφαξις ἡ ἅλιμος (atriplex halimus) τῆς τάξεως τῶν χηνοποδιωδῶν (chenopodiaceae). Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἁρμυρήθρα 4. 2) Κρίθμον τὸ παράλιον (crithmum maritimum) τῆς τάξεως τῶν σκιαδιαφόρων (umbelliferae). Συνών. ἁρμυρίκα 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA