βρύχισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρύχισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βρύχισμα τό, ΔΣολωμ. 26. βρούχισμα Ρόδ. (Κάστελλ.) –ΓΒλαχογιάνν. Λόγοι κι ἀντίλογ. 48, Μεγάλ. Χρόν 61, ἐν Προπυλ. 1, 264 -Λεξ. Πρω. Δημητρ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. βρύχισμα=θρῆνος, ὀδυρμὸς. Πβ. Ἰμπέρ. καὶ Μαργαρ. στ. 812 (ἔκδ. SLambros) «να εἶδες κλάηματα πολλά, βρυχίσματα μεγάλαν». Τύπος βρύχημα καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Βρυχηθμός: Βρούχισμα λεˬονταριˬοῦ ἀκούγεται ἀποπίσω του ΓΒλαχογιάνν. Λόγοι κι ἀντίλογ. 48. Οἱ Τουρκαραπᾶδες ἀκούγαν τὸ μπουμπουνητό, τὸ βρούχισμα, τὸ οὐρλιˬαχτὸ κιˬ ἀναμερίζανε ΓΒλαχογιάνν. Μεγαλ. Χρόν. 61 ‖ Ποίημ. Μὲ βρυχίσματα σαλεύει | ποῦ τρομάζει ἡ ἀκοὴ ΔΣολωμ. ἔνθ᾽ ἀν. Πβ. βρυχητός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/