ἀνάχτυπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάχτυπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀνάχτυπος ὁ, ἀμάρτ. ἀνέχτυπος Πάρ. Σίφν.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. χτύπος.
Σημασιολογία
1) Θόρυβος, κρότος Σίφν.: Ἄκουσα ἀνέχτυπο. 2)Παλμὸς τῆς καρδίας Πάρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA