ἁρμυριˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁρμυριˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἁρμυριˬὰ ἡ, ἁρμυρία Πελοπν. (Μάν.) ἁρμυρία Τσακων. ἁρμυριˬὰ Εὔβ. (Κάρυστ.) Πελοπν. (Καρδαμ.) κ.ἀ. -Λεξ. Βλαστ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἁλμυρία.
Σημασιολογία
1) Ὕδωρ περιέχον ἅλας Τσακων. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἅρμη 1. 2) Ἡ ἁλμυρὰ γεῦσις Πελοπν. (Καρδαμ.) Τσακων. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἁρμύρα 1. β) Πᾶν ἐδώδιμον ἁλμυρὸν Πελοπν. (Μάν.): Πεθυμάω νὰ φάω ἁρμυρία. Συνών. ἁρμύρα 3. 3) Τόπος παράλιος κατακλυζόμενος ὑπὸ θαλασσίου ὕδατος Εὔβ. (Κάρυστ.) -Λεξ. Βλαστ. Συνών. ἁρμυρίδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA