βρῦχος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρῦχος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βρῦχος τό, Κύπρ. Πελοπν. (Μάν.) βροῦχος Κρήτ. (Σητ. Σφακ.) βροῦχος ὁ. Κρήτ. (Σητ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βρυχε͜ιέμαι. ’Ιδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ2, 41 καὶ 63.

Σημασιολογία

Βρυχητὸς 1. ὅ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ὁ οὐρανὸς ἐγέμωνεν ἀπὸ νέφη καὶ ἄκουσα ἓνα βρῦχος ἀπὸ τὸ βουνὸν Κύπρ. Τὸ βρῦχος τοῦ νεροῦ αὐτόθ. Βροῦχος ἀκούεται μέσ᾿ ᾿ς τὴ ρεματιˬά κιˬ ὅλο τὸ λαgάδι ἀντιλαλεῖ Κρήτ. Ἄκουσα τὸ βροῦχος, μὰ δὲν ἔκάτεχ’ εἶdα ’τονε Σφακ. Ἤπεσε κιˬ ἀκούστηκε ἀποπαὲ ὁ βροῦχος Σητ. ‖ ᾎσμ. Ὄχι ᾿ς τὴ μαύρη θάλασσα, γιˬατὶ ᾿γροικᾶτ᾿ ὁ βροῦχος, μόνο ᾿ς τὴ Gόκκινη Μηλεˬὰ ποῦ κατοικεῖ ὁ Τοῦρκος Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/