ἁρμυρίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁρμυρίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁρμυρίδι τό, ἁλμυρίδι ΠΓεννάδ. 905 ἁρμυρίδιν Κύπρ. ἁρμυρίδι πολλαχ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἁρμύρα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίδι.
Σημασιολογία
Φυτὰ θαλασσόφιλα τῆς τάξεως τῶν χηνοποδιωδῶν (chenopodiaceae) 1) ᾽Αρθροκνήμη ἡ ποώδης (arthrocnemum herbacea) καὶ ἀρθροκνήμη ἡ θαμνώδης (arthrocnemum fruticosa) τοῦ γένους τῆς σοδαίας. Συνών. ἁρμύρα 7α, ἁρμυρίκα 1. 2) Σοδαία ἡ θαμνώδης (suaeda fruticosa) τοῦ γένους τῆς σοδαίας Συνών. ἁρμύρα 7β, ἁρμυρίκα 2, ἁρμυρίκι. 3) Ἁλμυρὶς τὸ κάλι (salsola kali, συνών. ἀγκυλίδα 3, θαλασσαγκάθι, θαλασσόχορτο, καλεˬά, τριβολεˬά, τρίβολο), ἁλμυρὶς ἡ σκωληκοειδὴς (salsola vermiculata) καὶ ἁλμυρὶς ἡ σόδα (salsola soda) τοῦ γένους τῆς ἁλμυρίδος (salsola). Συνών. καλεˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA