γεροπαραλυμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροπαραλυμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γεροπαραλυμένος ὁ, πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ παραλυμένος, μετοχ. τοῦ ρ. παραλύω.
Σημασιολογία
Ὁ γέρων ὁ ὁποῖος διάγει ζωὴν ἔκλυτον πολλαχ. Αὐτὸς εἶναι ἕνας γεροπαραλυμένος! πολλαχ. Ὁ κόσμος μὲ κατηγορεῖ ὅτι εἶμαι ἕνας γεροπαραλυμένος κˬι ὅτι ἐσπατάλησα ὅλην μου τὴν ζωὴν καὶ τὴν περιουσίαν ᾽ς τὶς γυναῖκες Περιοδ. Σφαῖρα 3, 133.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA