γεροπαράξενος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροπαράξενος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γεροπαράξενος ὁ, πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ ἐπιθ. παράξενος.

Σημασιολογία

Ὁ ἰδιότροπος καὶ ἔχων παραλόγους ἀπαιτήσεις γέρων πολλαχ.: Τὶ τραυάει ἡ ἐρμούλα κι ἀραχνούλα μὲ τὸ γεροπαράξενο τὸν πεθερό της ἕνας Θεὸς τὸ ξέρει (ἡ ἐρμούλα κιˬ ἀραχνούλα = ἡ ἔρημη καὶ δυστυχισμένη) Πελοπν. (Γαργαλ.) Πότε θὰ γυρίσῃ ὁ πατέρας της ἀπὸ τὴν ταβέρνα, ὁ γεροπαράξενος, μεθυσμένος, γιˬὰ νὰ φᾶνε οἱ δυˬό τους σὰν τοὺς κούκκους; Γ. Ξενόπ., Πλούσ. καὶ Φτωχ., 33.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/