γεροπίσκοπος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροπίσκοπος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γεροπίσκοπος ὁ, Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ οὐσ. ἐπίσκοπος, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ πίσκοπος.
Σημασιολογία
Ἀρχιερεὺς γηραλέος: ᾎσμ. Ἐξεκουμπιˬάστην κάζακ-ας τ᾽ ἐφάνην τὸ βυζίν της! Παππᾶς τὸ εἶεν τ᾽ ἔλαβεν, δκιˬάκος τ᾽ ἐπισκουπ-πίστην, ὡς τ᾽ ἕνας γεροπίσκοπος ἔβκην ᾽ποὺ τὸ θρονίν του (ἔλαβεν = ἐβλάβη, ἐπισκουπ-πίστην = ἔπεσε πρὸς τὰ ἐμπρός).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA