ἁρμύρισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁρμύρισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁρμύρισμα τό, Θρᾴκ. (Μάλγαρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἁρμυρίζω.
Σημασιολογία
Ὁ διὰ κλώνου βασιλικοῦ ραντισμὸς τῆς μελλονύμφου ὑπὸ τῶν γονέων της δι᾿ ἁλμυροῦ ὕδατος εὐχομένων συγχρόνως εἰς αὐτὴν «νὰ ζήσῃ, νὰ γεράσῃ».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA