βρωματίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρωματίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βρωματίζω Κάρπ. Κάσ. Κρήτ.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. βρωματίζω.
Σημασιολογία
1) Δίδω τὴν πρώτην τροφὴν εἰς τὸ νεογέννητον παιδίον, θηλάζω διὰ πρώτην φορὰν Κάρπ. Κάσ. ἢ δίδω τὴν πρώτην τροφὴν εἰς αὐτὸ θέτων εἰς τὸ στόμα του ὀλίγον μέλι ἀνάμεικτον μὲ τριμμένον μοσχοκάρυδον. ἂν βραδύνῃ νὰ κατέλθῃ τὸ γάλα τῆς μητρὸς Κάρπ. β) Ἀμτβ. τρώγω διὰ πρώτην φορὰν χόρτον. ἐπὶ γαλαθηνῶν ἀρνίων καὶ ἐριφίων Κρήτ. 2) Μετὰ τὸ χάραγμα τῆς ἐπιφανείας τῶν μυλοπετρῶν ρίπτω εἰς τὸν κινούμενον μύλον ὀλίγην ποσότητα κριθῆς, ἡ ὁποία ἀλεθομένη συμπαρασύρει τὰ πέτρινα ὑπολείμματα τῆς χαραγῆς καὶ, τὴν σκόνην Κάρπ.: Βρωματίζω τὸ μύλο μὲ κριθάρι γιὰ νὰ φύου τὰ μυλία.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA