ἀναχύνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναχύνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναχύνω Κρήτ. Κύθηρ. Παξ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Λάκων. Μεσσ.) ἀναχιˬούνω Πελοπν. (Λακων. Μάν.) ἀναχύνου Θρᾴκ. (Αἶν.) ἀνεχύνω Ἄνδρ. Καρπ Α.Κρήτ. ἀνεχύνω ΑΚρήτ ἀναχάω Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἀρχ. ἀναχέω. Ἡ λ. καὶ παρὰ Δουκ Περὶ τῆς λ. ἰδ. ΒΦάβην ἐν ᾿Αθηνᾷ 42 (1980) 251. Τὸ ἀναχάω ἐκ τοῦ ἀναχέω διὰ τῶν μεταβατικῶν τύπων *ἀναχεˬὼ<*ἀναχῶ

Σημασιολογία

1) ᾿Εκχέω, ἀναδίδω ὑγρόν τι Παξ. : Τὸ ζυμάρι τῶν κουλλουριˬῶ ἀναχύνει τὸ λάδι του. Συνών. ἀζουδιˬῶ, ἀναδίνω Α 3, ἀναδοτῶ 1, ἀναζουδιˬῶ, ἀναλείχω 3, ἀναλιγδιάζω 1, ἀναξερνῶ 2β, ἀνεβάζω. 2)Ἐκτυλίσσω τὸ νῆμα ἐκ τῆς ἀτράκτου καὶ τὸ τυλίσσω εἰς τὸ τυλιγάδι διὰ νὰ τὸ σχηματίσω εἰς κυκλίον. Κερκ (Ἀργυρᾶδ.) Κρήτ. : ’Αναχάω τό γνέμα ’Αργυρᾶδ. ǁ ᾎσμ. Κ ᾿ ἔκαμ’ ἕνα κουβαράκι | ἴσαμ᾿ ἕνα ροβιθάκι, ποῦ νὰ πάῃ νὰ τ᾿ ἀναχύσῃ | καὶ νὰ τ’ ἀνακυκλιδίσῃ Κρήτ. Πβ. ἀνακυκλιδίζω, ἀνακυκλίζω 2, ἀνεμίζω, καλαμιˬάζω, καλαμίζω, μασουρεύω, μασουρίζω, μασουριˬάζω. 3) ᾿Αροτριῶ τὸν ἀγρὸν ἑτοιμάζων αὐτὸν πρὸς σπορὰν Ἄνδρ. Κάρπ. Κρήτ. Κύθηρ. Πελοπν. (Βούρβουρ. Λάκων. Μαν Μεσσ.) : ᾿Αναχύνω τό χωράφι Κρήτ. Μεσσ Νὰ τὸ ἀνεχύσωμε τό χωράφι νὰ ξυπνήσῃ Κάρπ. Χωράφι ἀναχυμένο Λάκων. Ἡ σημ. καὶ παρὰ Δουκ. Διὰ τὴν σημ. πβ. καὶ μεταγν. ἀναχέω. Συνών. ἀναποδογυρίζω 1 β, ὀργώνω. β) ’Αροτριῶ ἐκ δευτέρου σταυροειδῶς τὸν ἀγρὸν Θρᾴκ. (Αἶν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/