βρωμέζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρωμέζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βρωμέζω Κάσ. Κέρκ. Κεφαλλ. Κίμωλ. Κρήτ. Μύκ. κ.ἀ. -Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς μετοχ. βρωμισμένος τοῦ ρ. βρωμίζω, δι᾿ ὃ ἰδ. βρωμῶ, ἐν ἧ ἡ τροπὴ τοῦ ι εἰς ε κατὰ τὸ ἀφωρεσμένος κττ.
Σημασιολογία
1) Ἀποκτῶ δυσοσμίαν Κάσ. Κεφαλλ. Κρήτ. Μύκ. κ.ἀ.: Παροιμ. Ὅσο σκαλίζει ἡ ὄρνιθα τὰ πηλά, τόσο βρωμέζουν (ὅτι δὲν συμφέρει ἡ ἀνακίνησις ὑποθέσεων ρυπαρῶν) Κρήτ. Τὸ ψάρι ἀπὸ τὸ κεφάλι βρωμέζει Μύκ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α458 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «ὥστε νὰ τοῦ βρωμέσουσιν ὅ,τι κι ἂν τοῦ μυρίζα». β) Μετβ. κάμνω κἄτι ν' ἀποκτήσῃ δυσοσμίαν Κρήτ. Μύκ. -Λεξ. Δημητρ.: Μᾶς βρώμεσε τὸν τόπο Λεξ. Δημητρ. 2) Μολύνω Κεφαλλ. Μύκ. κ.ἀ.: Γνωμ. Λίγο σκατὸ βρωμέζει πολὺ μαγέρεμα. 3) Λερώνω, ρυπαίνω Κέρκ. Κίμωλ. Κρήτ. Μύκ. κ.ἀ. -Λεξ. Δημητρ.: Οἱ κόττες βρώμεσαν τὴν αὐλὴ Λεξ. Δημητρ. Φύε, θὰ μὲ βρωμέσῃς Μύκ. || Παροιμ. Δάχτυλά μου βρωμεσμένε, | ἐδικέ μου ’σαι, καηˬμένε! (ἐπὶ τοῦ κατ’ ἀνάγκην στέργοντος τὰ οἰκεῖα καὶ κακὰ ὄντα) Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Ε 236 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «ἀσούσσουμη κι ἀνέγνωρη, ἄτσαλη. βρωμεσμένη». 4) Ἀποπατῶ Λεξ. Δημητρ.: Ἡ παλα͜ιόγαττα βρώμεσε ’ς τὴν κάμαρα. Συνών. λερώνω. Πβ. βρωμεύω, βρωμῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA