ἁρμυροκαυτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁρμυροκαυτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἁρμυροκαυτὸς ἐπίθ. ἀμάρτ. ἁρμυρουκαυτὸς Λέσβ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν ἐπιθ. ἁρμυρὸς καὶ καυτός.
Σημασιολογία
Ὁ ἐρεθισθεὶς ἐκ τῆς πολλῆς ἁλμυρότητος: ᾎσμ. Κ’ εἶνι τὰ στήθηˬα μου γυμνά, μαλλιˬά μ᾽ ἀνιφιρμένα, τὰ μάτιˬα μ᾿ ἁρμυρουκαυτά, τ᾽ ἀφτιˬά μ’ διμουνισμένα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA