ἁρμυροκουρούνα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁρμυροκουρούνα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἁρμυροκουρούνα ἡ, Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἁρμυρὸς καὶ ἀγνώστου β’ συνθετ.
Σημασιολογία
Πίττα πρὸς παρασκευὴν τῆς ὁποίας λαμβάνονται τρεῖς κουταλεˬὲς ἀλεύρι, τρεῖς κουταλεˬὲς ἅλας καὶ τρεῖς κουταλεˬὲς νερό. Τεμάχιον αὐτῆς βάλλει νεᾶνις ὑπὸ τὸ προσκεφάλαιον τῆς κλίνης της τὴν νύκτα τῆς Καθαρᾶς Δευτέρας διὰ νὰ ἴδῃ ἐν ὀνείρῳ ποῖος θὰ εἶναι ὁ μέλλων σύζυγος. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἁρμυροκουλούρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA