βρωμˬιάρις
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρωμˬιάρις
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ἐπίθετο
Τυπολογία
βρωμˬιάρις ἐπίθ. κοιν. βρωμνιˬάρις Πάρ. βρωμρις Πόντ. (Κερασ.) βρωμρτς Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) βρουμιˬάρ’ς βόρ. ἰδιώμ. Θηλ. βρωμιˬάρα κοιν. βρωμρία Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) βρωμραινα Πόντ. (Κερασ. Τραπ.) βρωμιˬαρὲ Δ. Κρήτ. βρωμιˬαροῦ Κρήτ. Οὐδ. βρωμριν Πόντ. (Κερασ.) βρωμρ’ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) βρωμρ’κον Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) βρωμρικο κοιν.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. βρωμιˬάρις, οὗ καὶ θηλ. βρωμιˬαρέα παρὰ Προδρ. 3, 99 καὶ 205 (ἔκδ. Hesseling - Pernot), ἐξ οὗ ὁ θηλυκὸς τύπ. βρωμιˬαρέ.
Σημασιολογία
1) Ἀκάθαρτος, ρυπαρός, λερωμένος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ.): Βρωμιˬαροῦ ’ναι καὶ σιχαίνομαι νὰ φάω πρᾶμα ἀποὺ τὰ χέρια τζη Κρήτ. || Γνωμ. Ὁ βρωμιˬάρις εἶναι σὰν τὸ γουρούνι μέσ᾽ τὸ λάκκο Αἴγιν. Συνών. ἀκάθαρτος Α 1, ἀσουμπαλιˬάρις 1, ἀσούμπαλος 1, ἀτσαλιˬάρικος 1, ἄτσαλος 4, ἀτσιγγάνικος 2, Ἀτσίγγανος 3, βρωμέας, βρωμιˬάρικος, βρώμικος 1, βρώμιˬος 1, βρωμούσης, βρωμύλος. β) Δυσώδης Πελοπν. (Μανιάκ): Βρύσι βρωμιˬάρα (ἐκ παραμυθ.) 2) Μεταφ. ἀνήθικος, ἀχρεῖος, φαῦλος κοιν.: Τίμιος αὐτὸς συντροφεύει μ᾿ ἕνα βρωμιˬάρι. Συνών. βρώμιος 2. Πβ. βρωμερός, βρῶμος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA