ἀναψοκοκκινίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναψοκοκκινίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀναψοκοκκινίζω Κεφαλλ.-Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀλαψοκοκκινίζω Κεφαλλ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἄορ. τοῦ ρ. ἀνάφτω καὶ τοῦ ρ. κοκκινίζω.

Σημασιολογία

Γίνομαι κόκκινος, ἐρυθριῶ ἐκ ζωηροῦ τινος συναισθήματος ἢ κοπώσεως ἔνθ’ἀν. : Καθὼς τοῦ τὸ εἶπα ἐλαψοκοκκίνισε Κεφαλλ. Κοίταξε πῶς εἶναι άναψοκοκκινισμένα τὰ μοῦτρα της! αὐτόθ. Ἦρτε ἀναψοκοκκινισμένος ἀπὸ τὸ δρόμο αὐτόθ. Συνών. κοκκινίζω, πυροκοκκινίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/