ἁρμυρούτσικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁρμυρούτσικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἁρμυρούτσικος ἐπίθ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ ἐπιθ. ἀρμυρὸς διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ούτσικος.
Σημασιολογία
1) Ὑφάλμυρος σύνηθ.: Τὸ φαεῖ εἶναι ἀρμυρούτσικο. 2) Ὁ ὀλίγον τι ὑπερτιμημένος σύνηθ.: Βρίσκει κἀνεὶς λᾳδι καλό, μὰ εἶναι ἁρμυρούτσικο, δὲν εἶναι φτηνό. Συνών. ἀκριβούτσικος 1, ἀκριβωτός.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA