ἀνάψυχο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνάψυχο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀνάψυχο τό, Ἀμάρτ. ἀνέψ’χο Μύκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀνὰ καὶ τοῦ οὐσ. ψυχή.
Σημασιολογία
Εἶδος πίττας ἡ ὁποία διανέμεται ὑπὸ τῶν οἰκείων τεθνεῶτος ἐπὶ τρία συνεχῆ Σάββατα μετὰ ἰχθύων εἰς τὰς φιλικὰς οἰκίας εἰς μνημόσυνον τοῦ νεκροῦ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA