γέρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γέρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γέρος ὁ, κοιν. Καππ. (Σινασσ. Φάρασ. Φερτ. κ.ἀ.) Πόντ. (Οἱν. Τραπ. κ.ἀ.) γέρους βόρ. ἱδιώμ. γέρον Καππ. Πόντ. (Ἴμερ. Κρώμν. Τραπ. κ.ἀ.) Τσακων. (Πραστ. Χαβουτσ) γέρο ᾽Απουλ. (Καλημ. Μαρτ. κ.ἀ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Κορσ. Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Τσακων. (Χαβουτσ.) γέρε Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) ζέρος ᾽Αστυπ. Κάλυμν. Φολέγ. έρος Κάλυμν. Κορσ. Πελοπν. (Ἀρεόπ. Μάν.) δέρος Ρόδ. Χάλκ. ἔρος Ἰκαρ. Κάρπ. Μεγίστ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Κινίδ. Σκαδ. Τρίποδ.) Χάλκ. ἔρους Μακεδ. (Βελβ. Βοζ. κ.ἀ.) γέους Θρᾴκ. (Ταϊφ.) γέεους Σαμοθρ. ἀγερους Στερελλ. (Φθιῶτ.) γέρονος Πόντ. (Κρώμν.) γιˬόρος Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Γούρτον. Μαλακ. Μισθ.) γέρο τό, Καλαβρ. (Μπόβ.) Πληθ. γέρ᾽ βόρ. ἰδιώμ. καὶ Ποντ. γέρε Τσακων. (Βάτικ.) γερᾶδε Τσακων. γερόζιˬα Καππ. (Φερτ. κ.ἀ.) γιορόζιˬα Καππ. (Ἄραβάν). Θηλ. γέρισσα Ἀστυπ. Κύπρ. Παρ.
Ετυμολογία
Τὸ Βυζάντ. οὐσ. γέρος καὶ τοῦτο ἐκ τοῦ ἀρχ. γέρων. Βλ. Λεξικογρ. Δελτ. 9 (1963), 7, 26, 43. Πβ. καὶ Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2, 7-9. Διὰ τὸν σχηματισμὸν τοῦ τύπ. γιόρος πβ. γέμα – γιˬόμα, γεφύρι – γιˬοφύρι.
Σημασιολογία
Α) Κυριολ. 1) Ὁ γέρων, ὁ πρεβεβηκυίας ἡλικίας ἀνήρ κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. Μαρτ. κ.ἀ.) Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Γούρτον. Μαλακ. Μισθ. Σινασσ. Φάρασσ. Φερτ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κρώμν. Οἰν. Τραπ. κ.ἀ.) Τσακων. (Βάτικ. Πραστ. Χαβουτσ.) Πέρασ᾽ ἕνας γέρος Εἶναι γέρος πιˬᾶ κοιν. Τά ᾽φαγε τὰ ψωμιˬά του ᾽ς κεῖνος ὁ γέρος (τά ᾽φαγε τα ψωμιˬά του = ἐγήρασε πολύ, εἶναι ὑπέργηρος) Πελοπν. (Γαργαλ.) Αὐτὸς σγουbώνει σὰν ἑκατὸ χρονῶνε γέρος (σγουbώνει = ἔχει κύρτωσιν) Πελοπν. (Ξεχώρ.) Πέθανε ὁ πάππος του πολύ γέρος Πελοπν. (Οἴτυλ.) Ἀdέστε νὰ ἰδοῦμε bῶς θα ξεμιστέψωμε dὴ gοπελιˬὰ ἀπὸ τοῦ γέρο τ᾽ ἀδόδιˬα (ξεμιστέψωμε = γλυτώσωμε) Κρήτ. Ἠμέθιˬενε ὁ γέρος, μὰ ποτὲ δὲν ἤκαμε παραλυσία ἀπάνω ᾽ς τὸ κρασὶ Κίμωλ. Ἐρος εἶναι κι ἄν ἀπεθάνῃ, εἶdα θὰ χάσωμε; Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ὁ ἔρος ἔμεινεν ᾽ς τὴ βροχὴ κι ἀνετρομαλ-λίζετο κ᾽ ἐτουρτούριζε κιˬ ἀναστέναζεν ἀπὸ τὴν καρδιˬὰ του Κάρπ. Ξεφορτών-νει ὁ ᾽έρος καὶ ᾽άλ-λει τημ μέσ᾽ τὴ τσάαμ (᾽άλ-λει τημ = Τὴν βάλει, τσάα = σάκκος) Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Εἶμι γέρους, γέρασα πουλὺ Εὔβ. (Ἀγία Ἄνν.) Εἶνι γέρους οὑ Μῆτσους κὶ ξαστουχάει (= λησμονεῖ) Θεσσ. (Μυρόφυλλ.) Ἦρθ᾽ ἡ γέρους ἡ Θύμιˬους ᾽ποὺ τὰ Τρίκαλα Θεσσ. (Φωτειν.) Μὴ λὲς τέτοια λόιˬα γέρους ἄθρουπους Ἁλόνν. Εἶνι γέρους πουλὺ ἡ μπάρμπας μ᾽ κὶ δὲ θὰ τ᾽ βγά᾽ τοὺ ᾽μῶνα Μακεδ. (Γήλοφ.) Ἀκοῦτε ἰμένα τοὺ γέρου κῖ δὲ θὰ πᾶτι χαμέ᾽ Στερελλ. (Ἀχυρ.) ᾽Κεῖ ποῦ πάαινε, βρίσκ᾽ ἕμα γέου Θρᾷκ. (Ταϊφ.) Πέτανεν ἕνα γιˬόρος Μισθ. Ξέβη ὀμbρό τ᾽ ἕνα γιˬόρος χερίφος (ἄνθρωπος) Ἀραβάν. ᾽Εκεῖ σὸ δρόμο ἕνας γιˬόρος εἶχεν ἕνα μικρὸ καφενεῖο Φλογ. Πέρακα ᾽πὸ τὸ γέρο, ὁ γέρο ἔχου ᾽ταρ᾽ς τὸ σπίτι σ᾽ κλέφτε (πέρασα ἀπὸ τὸ γέρο, ὁ γέρος εἶχε ᾽ς τὸ σπίτι του κλέφτες) Χαβουτσ. Οὑ Παdιλῆς εἶνι γέεους Σαμοθρ. Ρωτῆστ᾽ ἔν ἀοῦ (νὰ ἐρωτήσω τὸν γέροντα διὰ νὰ ἱδοῦμε τὶ λέγει) Τσακων. Ὁ Βασίλακας δὲν ἤτανε γνήσιον τοῦ γέρου Μιχαλιˬό, ἀλλὰ ἀγοραστὸς (δὲν ἦτο γνήσιον τέκνον, ἀλλὰ ἀποκτηθὲν κατόπιν εἰκονικῆς ἀγορᾶς) Πελοπν. (Λάγ.) Παντρευόμαι πιˬὰ καὶ τὸ τελευταῖο παιδὶ τοῦ γερο-Πανάγου Πελοπν. (Μεσσην) Φτούνη ἡ Σοφία τοῦ γερο-Σταμάτη τοῦ Κουφοῦ ἔχει κάτι ἀριδες σὰν ἀντιˬὰ (= ἔχει μακροὺς καὶ χονδροὺς πόδας) Πελοπν. (Παιδεμέν.) Πέθανε κιˬ ὁ γερο-Σωτήρης ὁ Ταγκαλάκης Πελοπν. (Κοντογόν.) Ἐδῶ ἕνα κουχτουμάκι γένηκε ᾽ς τὸ κρεββάτι ὁ γερο-Ξινὸς καὶ δὲν τὸ λέει νὰ πεθάνῃ (κουχτουμάκι = κουβάρι, δὲν τὸ λέει νὰ πεθάνῃ == διατηρεῖται ἀκόμη εἰς τὴν ζωὴν) Πελοπν. (Παιδεμέν.) Τὶ λές, ρὲ παιδὶ; Εἶναι ᾽τος ᾽κόμα ὁ γερο-Λευτέρ᾽ς; (εἶναι ᾽τος = ὑπάρχει, ζῇ ἀκόμη) Εὔβ. (Ψαχν.) Μόνο ᾽γω φιορίζω ἀπ᾽ τσί γέρους (φιορίζω = εἶμαι ἀκμαῖος) Κύθηρ. Ἄμ᾽ τὶ νὰ σοῦ κάμουνε πιὰ κ᾽ ἐκεῖνοι οἱ γέροι; Εσυγκουρβουλιαστήκανε κ᾽ ἐκεῖνοι ἀπὸ τὰ γεράματα πιὰ (ἐσυγκουρβουλιαστήκανε = ἐζάρωσαν, ἐκυρτώθησαν) Πελοπν. (Βερεστ.) Μᾶς ἔκανε παρατηρήσεις ἐμᾶς τοὺς γέρους Πελοπν. (Λάλ.) Τώρα τοὺ χάσαμαν μεῖς οἱ γέρ᾽ (ἐνν. τὸ νοῦ μας, λησμονοῦμεν εὐκόλως) Ἤπ. (Ἄγναντ.) Τὰ παλὰ οἱ γέροι (= οἱ πολὺ ἡλικιωμένοι) Φάρασ. Παιdιὰ, χυατέρες, χυατερέλες τσαὶ γέροι πάντα ἀγαπημένοι Μαρτ. Ἔμ᾽ πολ-λὰ γέρισσα γεναῖκα Κυπρ. (Γερμασ.) || Φρ. Ὅλο ὁ γέρος ᾽ς τὸ τιμόνι (ὁ ἔμπειρος εἶναι ἀνάγκη νᾶ ἀναλαμβάνῃ τὰς δυσκόλους ἐργασίας) Ζάκ. Κ᾽ βιντιˬάζ᾽ σὰ γέρους (ἐπὶ συνετοῦ νέου ἀνδρὸς) Εὔβ. (Στρόπον.) Γιˬᾶ γέρου δόντιˬα (ἔνν. εἶναι· ἐπὶ ὑδαρῶν, κατὰ τὸ πλεῖστον, φαγητῶν, τὰ οποῖα μὲ εὐχέρειαν τρώγουν οἱ γέροντες, καὶ μεταφ. ἐπὶ πολὺ νεαρᾶς γυναικός, τὴν ὁποἰαν καὶ οἱ γεροντες ὀρέγονται) Ζάκ. Πολύχρονος καὶ γέρος, γέρος! (εὐχὴ διὰ τὴν ὀνομαστικὴν ἑορτὴν) Πάτμ. Γέρος καὶ παλαλός (ἐπὶ γέροντος στερουμένου σοβαρότητος) Χαλδ. Ὁ γέρος ξαναμωραίνεται! (ὁ γέρων γίνεται παλίμπαις) πολλαχ. Ἄμε ᾽ς τόγ γέρο διˬάολο Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Ἄμε ᾽ς τὸ γέρο, dὸ χίλιˬο, dὸ μύριο dὸ διάολο Κρήτ. (Ἀποκόρ.) || Παροιμ. φρ. Ἀς σὸν γέρον κι ἀς σὴν γραῖαν κι ἀς ἑφτὰ ποτάμα πέραν (ἡ φρ. λέγεται, ὅταν βοΐζῃ τὸ ἀφτὶ καὶ τὸ σκαλίζουν νὰ ἀποτρέψουν, ὡς πιστεύεται, κακὸν) Ἴμερ. Βρὲ καλῶς τὸ νιὸ φεgάρ᾽! Ἐσὺ γέρος καὶ ᾽γὼ πα᾽ κάρ.᾽ (λέγεται κατὰ τὴν ἐμφάνισιν τῆς νἐας σελήνης) Θρᾷκ. (Αὐδήμ.) Ὅ,τι εἶπε ὁ γέρος θέλω ᾽γὼ (συντάσσομαι μὲ τὴν γνώμην τοῦ πεπειραμένου) Αἴγιν. || Παροιμ. Τ᾽ ἔχεις, γέρο, ποὺ χορεύεις; | Δὲ μ᾽ ἀφίνουν τὰ δαιμόνιˬα (ἐπὶ τῶν ὠθουμένων παρ᾽ ἄλλων εἰς ἐκτέλεσιν ἔργων τὰ ὁποῖα ἐκτελοῦν ἑκόντες ἄκοντες) Πελοπν. (Γαργαλ.) Εἶδα ᾽βὼ γέρουμ ποππᾶν | κ᾽ ἔθαβγιμ μουρὸμ bιδὶν πολλάκις οἱ γέροντες ἐπιζῶσι τῶν νεωτέρων) Λυκ. (Λιβύσσ.) Εἶδα ᾽ὼ ᾽έρο bαππᾶ | κ᾽ ἤθαβγε μωρὰ bαιδιὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλαγ. κ.ἀ.) Τώρα ᾽ς τὰ γεράματα | μάθε, γέρο, γράμματα (ἐπὶ τῶν ἀκαίρως καὶ ματαίως ἐπιχειρούντων) σύνηθ. Ὁ ᾽έρος γάττης κυνηᾷ τὰ τρυφερὰ ποdίκια (ἐπὶ ἡλικιωμένων ἔρωτοτροπούντων μὲ νέα κορίτσια) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Μὲ γέρο γάττο κάθεσαι, πονdίκιˬα μὴ φοβᾶσαι (ἡ μετὰ πολυπείρων γερόντων συναστροφὴ μᾶς προφυλάσσει ἄπὸ πολλοὺς κινδύνους) Νίσυρ. Γε͜ιά σου, γέρο! – Κουκκιὰ σπέρνω (ἐπὶ τῶν ἄλλα ἀντ᾽ ἄλλων ἀποκρινομένων ἣ τῶν κωφῶν) πολλαχ. Καλημέρα! –γέρου! – Σακκούλα bαλώνου (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Λέσβ. Ἀποὺ γέρου ἔφυγα, | σὲ γριὰ κατήdησα (ἐπὶ τῶν περιπιπτόντων εἰς τὰς αὐτὰς ἄηδεῖς ὑποθέσεις) Θεσσ. Ἄς τρώῃ ἡ γριὰ κι ἄς μουρμουρίζ΄ ὁ γέρος (ἐπὶ τῶν ἐπιζητούντων νὰ ὠφεληθοῦν, ἄδιαφορούντων δὲ διὰ τὰς τυχὸν ἀποδοκιμασίας καὶ ὕβρεις τῶν ἄλλων, οἱ ὁποῖοι ἐνδεχομένως ζημιοῦνται) Πελοπν. (Σπάρτ.) Ἄς χερομυλίζ᾽ ἡ γρὰ κι ἄς γούζγεται ὁ γέρος (γούζγεται== μεμψιμοιρεῖ) (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κρήτ. (Νεαπ.) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Ὁ γέρος μέ τ᾽ ἀρνιὰ κουρεύεται (ἐπὶ τῶν ἐπιτελοὺντων ἀναρμὀστους πράξεις) Εὐβ. (Κύμ.) Ἰὰ τὰ φαιˬά, ᾽ιὰ τὰ πιˬοτὰ εἶναι τὰ νιˬὰ μουλάριˬα, ᾽ιὰ τσὶ τρομάρες τσὶ βαρε͜ιὲς εἶναι οἱ ᾽έρ᾽ οἱ μαῦροι (οἱ ᾽έρ οἱ μαῦροι = τὰ γέρικα ἄλογα· ἐπὶ ἄλλων μὲν κοπιώντων, ἄλλων δὲ καρπουμένων τὰ ἀγαθὰ καὶ τιμωμένων) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Μικρὸ πιδὶ δὲν εἵχαμι, τοὺ γέρου τοὺ χουρεύαμι (ἐπὶ τῶν στερουμένων οὐσιωδῶν πραγμάτων καὶ ἀσχολουμένων μὲ τὰ ἐπουσιώδη) Μακεδ. Μικρὸν βαβάτουν ᾽κ΄ἔχομι, τ[ο γέρο ταντανίζομε (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πόντ. (Οἰν.) Μικρὸν μωρόπον ᾽κ᾽ ἔχομε, τὸν γέρον τάνα, τάνα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πόντ. Ὁ γέρος δὲν τό ᾽χει πὼς πεθαίνει, μὰ πὼς δὲ ζῇ γιὰ νὰ μαθαίνῃ (διὰ τῆς παρόδου τοῦ χρόνου ἐπέρχεται καὶ πρόσκτησις γνώσεων) Θήρ. (Οἴα) Πβ. τὸ ἄρχ. «Γηράσκω δ᾽ ἀεὶ διδασκόμενος» Νὰ ἤμουν γέρος τόχ χειμῶνα | καὶ μικρὸ παιδί ᾽ς τ᾽ ἀλώνιˬα (οἱ γέροντες τυγχάνουν περισσοτέρων περιποιήσεων τὸν χειμῶνα, ἐνῶ τῶν νηπίων εὐνοεῖται ἡ ἀνάπτυξις ἰδιαιτέρως κατὰ τοὺς θερινοὺς μῆνας) Κάρπ. Λίγα τσ᾽ ἤτονε τσῆ γρᾶς καὶ γέννησε κι ὁ γέρος (ἐνν. παιδιά· ἐπὶ ἀλλεπαλλήλων ἀπροσδοκήτων καὶ δυσαρἐστων συμβάντων) Κρήτ. Εἴχαμε τὴ γριὰ κακὰ, φάσκιουσι κ᾽ ἡ γέρους (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μακεδ. (Δεσκάτ.). ὁ γέρος ἀποὺ ᾽πόθανε ᾽ς τὴ Μεσαρὰ γυρίζει, τὰ κόλλυβά dου κάνουνε κ᾽ ἐκεῖνος χαχαρίζει (ἐπὶ εἰδήσεως ἀποδειχθείσης ψευδοῦς) Α. Κρήτ. Ἀναβάστα, γρά, τὸ γέρο, |νὰ τὸν ἔχωμε τὸ θέρος, κι ἀπῆς ἀποθερίσωμε, | θὲ νὰ τόνε τσουρίσωμε (τσουρίσωμε = κρημνίσωμεν· ἐπὶ συμφεροντολόγου συνάμα δὲ καὶ ἀγνώμονος) Κρήτ. || Γνωμ. Ὁ ὕπνος τρέφει τὸ μωρὸ κ᾽ ἡ μαγερε͜͜ιὰ τὸ γέρο Κρήτ. (Νεάπ.) Βάστα, ᾽έρο, βάστα καὶ σὰν ἀπεθάνῃς ἄς ᾽τα (πρέπει οἱ γέροντες νὰ κρατοῦν μέρος τῆς περιουσίας των μέχρι τοῦ θανάτου των) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Καλύτερος ἕνας καλὸς γέρος ἀπ᾽ τὸν καλύτερο νιὸ (ὁ ἱκανὸς γέρων μὲ τὴν πεῖραν του εἶναι προτιμότερος καὶ τοῦ καλυτέρου νέου) Φολέγ. Πβ. Εὐριπίδ., Ἀνδρομ. 764 «πολλῶν νἐων γὰρ κἄν γέρων εὔψυχος ᾖ | κρείσσων». Δῶσε δέκα νιοὺς καὶ πᾶρε ἕνα γἐρο Κῶς (Πυλ.) Ἀπὸ γέρο συμβουλὴ κιˬ ἀπὸ νιˬὸ βοήθεια (ἡ σωματικὴ ρώμη καὶ ἡ πεῖρα ἀπὸ τὴν ζωὴν νὰ χρησιμοποιῶνται προσηκόντως) Θρᾆκ. (Αἶν.) Πάda νἐο ᾽ς τὸ κατάρτι, | πάdα γέρο ᾽ς τὸ τιμόνι (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Ζάκ. Παλιˬὸ γιατρὸ καὶ γέρουν καπετάνιου νὰ χαλεύ᾽ς (= ζητεῖς)· ἡ πεῖρα εἰς οἱ οἱονδήποτε ἐπάγγελμα εἶναι πολύτιμος) Στερελλ. (Φθιῶτ.) Ὅπο͜ιος δὲν ἔχει γέρο, νὰ πάῃ ν᾽ ἀγοράσῃ (αἱ συμβουλαὶ τῶν γερόντων εἶναι πολύτιμοι καὶ διὰ τοῦτο ἡ παρουσία των ἀπαραίτητος) σύνηθ. Ὅποιος δὲν ἔχει ᾽έρο, ν᾽ ἀοράζῃ (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἄ ᾽ὲν ἔῃς γέρο, ᾽ῶκε νιˬὸ καὶ ᾽γόρασε (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Κάλυμν. Ἄν γέν ἔχῃς γέρουν, ἀγόρασε νὰ ᾽χῃς (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Τοὺν ἔχου τοὺ γέρου ᾽ς τὴ γουνιὰ Μακεδ. (Ἄρν.) Πάριτι γέρου νά ᾽χιτι (ἡ παρουσία τῶν γερόντων εἶναι ὠφέλιμος). Λυκ. (Λιβύσσ.) Γέρου ἅμα δὲν ἔ᾽ς, γέρου νὰ ρουτᾷς (ἡ παρουσία τῶν γερόντων εἶναι ὠφέλιμος καὶ ἀπαραἰτητος) Θάσ. Τὸ γνωμ. εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Ἄκουε γέρου συμβουλὴ κὶ πιδιμένου γνώμ᾽ Μακεδ. (Βόιον) Πᾶρε ᾽πὸ γέρο συμβουλὴ καὶ παιδεμένου γνώση Πελοπν. (Γαργαλ.) Τοῦ γέρου τὴ συμβουλὴ ν᾽ ἀκοῦς, τὴ bορδὴ νὰ μὴν ἀκοῦς (πρέπει νὰ ἐκτιμᾶται ἡ γνώμη τῶν γερόντων, ὡς πεπειραμένων, καὶ νὰ παραβλέπονται αἱ σωματικαὶ των ἀδυναμίαι) Μεγαρ. Τὸ γνωμ. εὶς ᾶραλλ. κ.ἀ. Γέρους ἔν᾽τσὶ δὲ ᾽φιλᾷ, μόνου τὰ ψουμιὰ χαλᾷ (ὁ γέρων εἶναι περιττὸς καὶ ἐνοχλητικὸς διὰ τοὺς ἄλλους· λέγεται κυρίως ὑπὸ τῶν γερόντων οἱ ὁποῖοι παραπονοῦνται ὅτι ἀμελοῦνται ἀπὸ τοὺς νεωτέρους) Λέσβ. Γέρος εἶναι, δὲ ᾽φελᾶ, | μόνο καὶ πίττα ποὺ χαλᾷ (συνών. μὲ τὸ προγούμ.) Κρήτ. Ὁ γέρος κι ἄν στολίζεται, | ᾽ς τ᾽ ἀνήφορο γνωρίζεται (εἰς οὐδὲμ ὠφελοῦν αἱ ἐπιδείξεις καὶ καυχησιολογίαι τῶν γερόντων) Εὔβ. (Κάρυστ.) Ἤπ. Πελοπν. (Δημητσάν.) Τῆν. Χίος Γέρος κι ἄν ἐπαινεύτηκεν, ἀνήφορος τὸ δεἰχνει (συνών. πρὸς τὸ προηγούμ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βραχν. κ.ἀ.) Ὁ γέρος κι ἄν ἀdρεύγεται, | ᾽ς τὸ ρίζωμα κοdεύγεται (συνών. πρὸς τὸ προηγούμ) Κρήτ. (Χαν.) Ὁ γέρος κι ἄν ἀdρεύγεται, | ᾽ς τ᾽ ἀνήφορο ᾽ποσταίνεται (συνών. πρὸς τὸ προηγούμ) Κάρπ. Ὁ γέρος κι ἄν ἀτζοπατῇ, | κρυγιόρρεμα τόνε κρατεῖ (κρυογιόρρεμα = ρευματισμὸς) Κρήτ. Ὁ γέρος κι ἄν φουμίζεται, | ᾽ς τὸ ἔβκα ἀγρωνίζεται (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Κύπρ. Τὸ γνωμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Ὁ υιὸς ἔχει τὰ νιˬᾶτα του κι ὁ γέρος τὰ σκουτιˬὰ του (ὁ γέρων κατ᾽ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν νέον προσπαθεῖ μὲ έξωτερικὸν στολισμὸν νὰ ἀναπληρώσῃ τὴν ἔλλειψιν τῆς νεότητος) Πελοπν. (Βούρβουρ.) Τοῦ νιοῦ τοῦ πρἐπουν τὰ νιᾶτα | καὶ τοῦ γέρου ἡ ἀρμάτα (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Ἤπ. (Ζαγόρ. Μέγα Περιστ.) Κατὰ τὸ γέρο ἡ στολή, κατὰ τὸ νιὸ ἡ χάρη (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Πελοπν. (Μάν.) Εἶδις γέρουν παλαβόν; Θάρε͜ιε ᾽τπν ἀπ᾽ τὰ νιˬάτα τ᾽ (ὁ γέρων φέρει ἀπὸ νεότητός του τὰ ἐλαττώματα) Θεσσ. (Τίρναβ.) Εἶδες γέρο λωλό; Εἶχεν τ᾽ ἀπὸ τὰ νιˬᾶτα του (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Πάτμ. Ὀπού ᾽ναι γέρος κουζουλός, ἀπὸ τὰ νιˬᾶτα τὀ ᾽χει (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Κάρπ. Κρήτ. Κύθηρ. Εἶδες γέρο ὄμορφο; Ἀπ᾽τὰ νιᾶτα τ᾽ εἶναι (ὁ γέρων φέρει ἐκ τῆς νεότητός του τὰς ἀρετὰς) Προπ. (Κύζικ.) Λωβὸς νέος, ἕτοιμος ζέρος (ὁ κακῆς σωματικῆς διαπλάσεως νέος γηράσκει ἐνωρὶς) Πελοπν. (Ἀρεόπ). Ἀκαμάτης νέος, γέρος διακονιάρης (ὁ διάγων τὴν νεαράν του ἡλικίαν ἐν ὀκνηρίᾳ θὰ εἶναι πτωχὸς κατὰ τὸ γῆρας του) Νίσυρ. Νιὸς ψεὐτ᾽ς, γέρους κλέφτ᾽ς Στερελλ. (Φθιῶτ.) Ὁ νιˬὸς ᾽ερνᾷ κοdὰ στο ᾽έρο (ἡ συγκατοίκησις νέου άτόμου μετ᾽ ἄλλου ἡλικιωμένου ἐπιφέρει εὶς τὸ πρῶτον τὸν μαρασμὸν καὶ τὸ γῆρας) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τοῦ γέρου τὸ φιλὶ σάλια, μύξες καὶ πορδὴ Πελοπν. (Μελιγαλ.) Πάει κι ὁ γέρος νὰ φιλήσῃ, | τρἐχ᾽ ἡ μύτη του σὰ βρύση (αἱ ἐρωτικαὶ θωπεῖαι εἶναι ἀνάρμοστοι εὶς τοὺς γέροντας) Πελοπν. (Μάν. Πάν.) Τσὶ τοῦ γέρου τὰ πιγνίδιˬα σὰ νιρόβραστα κρομμύδιˬα (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Λέσβ. Εἴ dοῦ ᾽έρου τὰ παιγνίδια σὰν ἀνάλατα κρομμύδιˬα (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τὸ γνωμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Χαρὰ ᾽ς τὸ γέρο π᾽ ἀγρυπνᾶ, ᾽ς τὸν νιˬὸν ὅπου κοιμᾶται (ἔνδειξις ὑγείας διὰ μὲν τὸν γέροντα εἶναι ὁ ὀλίγος ὔπνος, διὰ δὲ τὸν νέον ὁ πολὺς) Θήρ. Ζάκ. Κεφαλλ. Ἀλλοὶ ᾽ς τὸ νἐο π᾽ ἀγρυπνάει, ᾽ς τὸ γέρο ποὺ κοιμᾶται (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Πελοπν. (Γαργαλ.) Ἀλλοὶ᾽ς τὸ νιὸ τὸν ἄυπνομ τὸ γέρο τὸν κοιμήση (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Πάτμ. Σίφν. Ἀλλοὶ ᾽ς τοὺ νιὸ ποὺ δέρνιτι, ᾽ς τοὺ γέρου τσ᾽ ἄ κοιμάτι (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Λέσβ. Τὸ γνωμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Ὁ γέρος κι ἄν ἐγέρασε κι ἄλλαξεν ἡ φωνή του, λίγο τὸ τρώει τὸ φαΐ, μὰ χαίρετ᾽ ἡ ψυχή του (ὁ ἡλικιωμένος ἄνθρωπος εἶναι ὀλιγαρκὴς) Κρήτ. (Ρέθυμν.) Ὁ ὕπνος θρέφει τὸ μωρὸ κι ὁ ἥλιος τὸ μουσκάρι, τὸ γέρο θρέφει τὸ ψχμὶ καὶ τὸ βαθὺ κουτάλι Κρήτ. (Νεαπ.) Τ᾽ ἄχερο βαστᾷ τὴ bλίθα, | τὸ καλὸ κρασὶ τὸ γέρο (ἡ χρῆσις τοῦ οἴνου δἰδει δύναμιν εἰς τὸν γέροντα) Κεφαλλ. Τὰ λειανὰ κρατοῦν τὸν τοῖχο, | τὸ κρασόβρεμαν τὸ γέρο (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Πελοπν. (Ἄρκαδ.) Οὐ γέρους κάλλια κρασὶ | παρὰ ροῦχα κὶ βρακὶ (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Μακεδ. Ὁ πηλὸς βαστᾷ τὸν τοῖχο | κ᾽ ἡ καλὴ ζωὴ τὸ γέρο (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Νίσυρ. Νέος τιμὴ, γέρος φαγὶ (ὁ νέος πρέπει κυρίως νὰ ἔνδιαφέρεται διὰ τὴν καλὴν φήμην του, ἐνῷ ὁ γέρων διὰ τὴν καλὴν τροφὴν ἕνεκα τὴς μεγάλης του ἡλικίας) Πελοπν. (Μεσσην.) Κάθου, γέρο, ᾽ς τὸ κελλί σου, νά ᾽χῆς τ᾽ ἄσπρα σου καὶ τὴ dιμή σου (εἰς τοὺς γέροντας δὲν ἁρμόζουν αἱ διασκεδάσεις) Α. Κρήτ. Ὁ νιˬὸς θέλει τὰ χάδιˬα του κι ὁ ᾽έρος τὴ dιμή του (ὁ γέρων κατ᾽ ἐξοχὴν πρέπει νὰ ἐνδιαφέρεται διὰ τὴν ὑπόληψίν του, κατ᾽ ἀντἰθεσιν πρὸς τὸν νέπν, τοῦ ὁποἰου αἰ ἐνδεχόμεναι ἀδυναμίαι κρίνονται ἐπιεικέστερον) Νάξ. Ὅπο͜ιος γέρος δὲ gρατεῖ | θέλει μιˬὰ μὲ τὸ ραβδὶ (ἐπὶ τῶν ἀσυνέτως μὴ προνοούντων διὰ τὴν γεροντικὴν ἡλικίαν) Πελοπν. (Γέρμ.) Νιὸς ἔνι; ἀφ᾽σι τουν τσὶ θὰ παίξ᾽· γέρους ἔνι; πιάσ᾽ τουν, κὶ θὰ ζἐψ᾽ (οἱ γέροντες εἶναι ἀσελγέστεροι τῶν νέων) Λέσβ. Ὁ γέρος θὰ πἀῃ ἤ ἀπὸ πέσιμο ἤ χἐσιμο (συνήθως οἱ γέροντες ἀποθνήσκουν εἴτε ἐκ πτώσεως εἴτε ἐκ δοιαρροἰας) πολλαχ. Ἔνας λόους λέει: οὑ γέρους ἡ ἀποὺ πισιὸ ἣ ἀποὺ τσιλιὸ (πισιˬὸ = πέσιμο, τσιρλιὸ = διάρροια) Σάμ. Τὸ γέρο δὲν τὸν ρωτοῦν ποῦ τὸν πονεὶ, ἀλλὰ ποῦ δὲν τὸν πονεῖ (αἱ ἀσθένειαι τοῦ γέροντος εἶναι πάμπολλαι) Ἀθῆν. Εἶδα ᾽ναι ὁ γέρος; Βῆχας καὶ φλέμα, πόρδος καὶ ρέμα (= ρευματισμοὶ· πολλὰ τὰ κακὰ τῆς γεροντικῆς ἡλικίας) Α. Κρήτ. Πβ. 493 «γέρων ἀπομέμυκται, ἄθλιος λέμφος». Ὁ γέρος ὅταν χαίρεται, τὰ νιˬᾶτα του θυμᾶται (αἱ ἀναμνήσεις τῆς νεότητπς εἶναι εὐχάριστοι εἰς τὸν γερόντα καὶ ἀμβλύνουν τὰ κακὰ τῆς γεροντικῆς ἡλικίας) Ζακ. Ὁ γέρος σὰ γεράσῃ, τὰ μπρὸς ὁπίσω φέρνει (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Θήρ. Θυμήσου, γέρο, τὰ δικά σου | καὶ συχώρα τὰ παιδιά σου (ἐπὶ τῶν γερόντων οἱ ὁποῖοι εἶναι αὐστηροὶ πρὸς τοὺς νέους) Πελοπν. (Γαργαλ.) Θυμοῦ, γέρο, τὰ δικά σου | καὶ μὴ δέρνεις τὰ παιδιˬά σου (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Πελοπν. (Λεῦκτρ.) Γέρος καὶ ξένος πολλὰ καυχᾶται (ἐπὶ τῶν καυχωμένων πρὸς μὴ εἰδότητας) Ι. Βενιζ., Παροιμ. 2, 46, 42. Ὁ γέρος κιˬ ὁ ξενητεμένος καυκοῦdαι (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Κρήτ. Ἀποὺ γέρου κι ἀποὺ μ᾽ κρὸ πιδὶ δὲν ἔ᾽ς ἀπουλαβὴ (οὐδὲν τι ἀπολαμβάνεις ἐκ τῶν μικρῶν παιδίων, ὡς καὶ ἐκ τῶν γερόντων) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ὅπου γέρος κακὸ σκἀdαλο, ὅπου γρία κακὴ βουλὴ (ἐπὶ ἱδιοτρόπων γερόντων) Ζάκ. Ὅπου γριὰ κακὴ βουλὴ | κι ὅπου γέρος bόδιστρο (bόδιστρο== ἐμπόδιον· συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Πάτμ. Τὸ γνωμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Γέρουν εἶδις; λύκουν εἶδις! (ὁ γέρων δίδει βάρος εἰς τοὺς οἱκείους του καὶ καταντᾷ ὁχληρὸς καὶ πρόξενος κακῶν) Μακεδ. (Γαλάτιστ.) Σπεῖρε νέος, νὰ θερίσῃς γέρος (ὁ ἐργαζόμενος κατὰ τὴν νεότητα του ἔχει τὰ ἀναγκαῖα κατὰ τὸ γῆρας) πολλαχ. Ἕνας γέρος σὰ γεράσῃ, εἶναι σὰν δέντρο ποὺ δὲν ἔχει ρίζες Στερελλ. (Δωρ.) || Αἰνίγμ. Νιὸς νιὸς ἀνιβαί᾽, γέρους γέρους κατιβαί᾽ (ὁ κουβᾶς) Θρᾷκ. (Ἀδριανούπ.) Καὶ νιˬὸς σγουμπὸς καὶ γέρος καμαρίλος ἣ Νιὸς κούρκουλος καὶ γέρος παλληκάρι (ἡ πτέρις) Πελοπν. (Κόκκιν.) Ὅdεν εἶναι νιὸς, εἶναι περβολάρης, κι ὅdεν εἶναι γέερος, εἶναι ταβερνιάρης (τὸ νεροκολόκυθο) Κρήτ. (Ἄγιος Γεώργ.) || ᾌσμ. Τὰ παλληκάρια αίρονται κ᾽ οἱ γιˬόρ᾽ ἀναστενοῦνε Καππ. (Ἀνακ.) Γιὰ βάλι νιοὺς καὶ σκάψι μι, γέρους νὰ μὶ κλαδεύουν Σάμ. Λιφτὰ νὰ μὴ ζήλιψα κὶ πάρ᾽τι γέρουν ἄντρα ὅπους τὰ ζήλιψα κ᾽ ἰγὼ κ᾽ εἶμι βαλαντουμένη Μακεδ. (Γαλατ.) Τώρα εἶδα καὶ κατάλαβα, | ἄι ντουνιὰ, παλιοντουνιˬά, πὼς χορεύουνε οἱ γέροι | σὰ βουνήσοι σκατζοχέροι Πελοπν. (Παιδεμέν.) Γέρον ἄντρα μὴ μοῦ δώσῃς, | γιˬατὶ θὰ τὸ μετανο͜ιώσῃς πολλαχ. Ὁ γερο-Δῆμος τρώει ψωμὶ μὲ οὕλο του τ᾽ ἀσκέρι Πελοπν. (Γορτυν.) Δὲ χάσαμε μικρὸ παιδὶ | τσαὶ οὔτε γέρο μὲ ραβδὶ (μοιρολ.) Πελοπν. (Ξεχώρ.) || Ποίημ. Κάθε γέρος, κάθε κόρη, | κάθε ἀνήλικο παιδί, ὁποὺ τὐραννοι αἱμοβόροι | εἶχαν διώξει ἀπὸ τὴ γῆ Δ. Σολωμ., 82. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. β) Κατ᾽ ἐπέκτασιν, ἐπιθετ. ἐπὶ ζῴων καὶ φυτῶν, ἐνίοτε δὲ καὶ ἐπὶ ἀφῃρημένων ἐννοιῶν ἣ καταστάσεων, ὁ παλαιός, ὁ γηραιός, ὁ περὶ τὴν λῆξιν εὑρισκόμενος ἐνιαχ.: Ἔστησε τὸ δόκανο᾽ς τὸ κατώι κ᾽ ἔπιασε ἕνα γέρο ποντικὸ μαδημένονε Πελοπν. (Γαργαλ.) || Παροιμ. Ὁ γέρος ὁ γάδαρος τὸ Μάη μῆνα ἔσπασε τὸ σαμάρι dου (ἐπὶ ἡλικιωμένων ἑρωτοτροπούντων) Μῆλ. Γέρος γάδαρος, καινούρια περπατησιὰ (δὲν ἐγκαταλείπονται εὔκολα αἱ παλαιαὶ συνήθειαι Νίσυρ. || Γνωμ. Γέρο κριθάρι θέριζε καὶ σ᾽τάρι παλληκάρι (πρέπει νὰ θερίζεται ἡ κριθή, ὅταν εἶναι ὑπερώριμα τὰ στάχυα της, ἐνῷ ὁ σῖτος, ὅταν ἀκόμη τὰ στάχυα του εἶναι σχετικῶς νωπὰ) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ. 2, 45, 38 Τσιρτάριν γέρον τζαὶ σιτάριν νέον (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Κύπρ. Γέρο βοριᾶ ἄρμένιζε καὶ νότο παλληκάρι (ὁ πλοῦς εἶναι εὐνοϊκὸς κατὰ τὴν λῆξιν τοῦ βορείου ἀνέμου καὶ κατὰ τὴν ἔναρξιν τοῦ νοτίου) Δαρδαν. Μεγίστ. Μῆλ. Πελοπν. (Λακων.) || ᾎσμ. Τρεῖς γέρου ἀιτοῖ καθόσαντε ᾽ς τὸν πλάταν᾽ ἀπουκάτου καὶ κλαίγανε τὰ ντέρτια τους καὶ τὰ παράπονά τους Πελοπν. (Δάφν) 2) ᾽Υπὸ τῶν τέκνων ἀποκαλεῖται οὕτως ἣ προσαγορεύεται μόνον ὁ ἡλικιωμένος πατὴρ καὶ κατὰ πληθ. ἀποκαλοῦνται οἱ ἡλικιωμένοι, ἐνίοτε δὲ θωπευτικῶς καὶ οἱ σχετικῶς νέοι γονεῖς σύνηθ. καὶ Καππ. (Σίλατ.) Τσακων.: Θὰ πάρω τοὺ γέρου μου καναπὲ Ἀθῆν. Δὲ μ᾽ ἀφίνει ὁ γέρος νὰ πάω σινεμὰ αὐτόθ. Ἤτανε κλαριτζᾶς ὁ γέρος μου (κλαριτζᾶς = ὀργανοπαίκτης κλαρίνου) Πελοπν. (Μηλ.) Μὲ γράψασι πὼς εἶναι ὁ γέρος μου ἄρρωστος καὶ θὰ φύγω Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ὁ ᾽έρος μας μᾶς ἤλεε μιὰ βολὰ πώς... ὅdεν ἤτονε στρατιˬώτης, ἤτονε ὑπηρέτης ἑνὸς ἀξιωματιˬκοῦ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Κάθουνται ᾽τσειδὰ μοναχοί τους ὁ γέρος μὲ τὴ γραῖα Εὔβ. (Βρύσ.) Ἔχουμε τοὺ γέρου ἄρρωστου κι τὰ ᾽χουμε χαμένα (Ἄκρ.) Εἶχα τοὺ γέρου μ᾽, εἶχι δέκα χρόνια μέσα (ἦτο ἄσθενὴς ἐπὶ δεκαετίαν ὁ πατήρ μου) Ἀλόνν. Ἔπισι οὑ γέρους μας ἀπ᾽ τοὺ μ᾽λάρ σήμερα κ᾽ ἔσπασι τ᾽ λικάν᾽ τ᾽ Σάμ. Πααίνου νὰ δῶ τοῦ γέρου μ᾽ ᾽ς τὴ Ρ᾽τίνιˬα Μακεδ. (Βρία) Ἔγινε σεργούνι ἡ παλιοβρώμα καὶ τὸν ἔβγαλε ᾽ς τὸ ἔφριγο τὸ γέρο της (= τὸν διέσυρε) Πελοπν. (Τριφυλ.) Κάναμι χουράφ᾽ μὶ τοὺ γέρου μ᾽ σήμερα (κάναμι χουράφ᾽== ὀργώναμε) Στερελλ. (Καρπεν.) Γέρος π᾽ ζούσενα, ἔγλεπενα τὸ γιˬό τ᾽ (ὅταν ἤζη ὁ πατήρ, ἐφρόντιζε τὸν υἱόν του) Βιθυν. (Κουβούκλ.) Νὰ ρωτήου τὸ γέρου νὰ ᾽ρὰμε τσ᾽ ἔν᾽ ἀοῦ (νὰ ρωτήσω τὸν πατέρα μου νὰ ἱδοῦμε τί λέει) Τσακων. Τσοῦ στραgούλησε τσοὺ γέρους (τσοῦ στραgούλησε = τοὺς ἐξεμεταλλεύθη ἀγρίως) Κέρκ. (Κασσιόπ.) Ἴσαμ᾽ ἀπάν᾽ εἶνι θ᾽κό μ᾽, ἀπ᾽ τοὺ γέρμα κί κάτ᾽ τό ᾽χ᾽νι γραμμένου οἱ γέρ᾽ μας ᾽ς τ᾽ ἀδέρφιˬα μ᾽ Σάμ. || Παροιμ. Τὰ παιδιˬὰ τρῶν᾽ τὰ ξ᾽νά, κ᾽ οἱ γέρ᾽ μουδιˬᾶν᾽ (οἱ γονεῖς πληρώνουν τὰ σφάλματα τῶν τέκνων των) Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) || ᾌσμ. Θιέ μ᾽ νὰ πάνου κί νὰ βρῶ τοὺ γέρου μου ᾽ς τ᾽ ἀμπέλι Θρᾷκ. (Σουφλ.) Μαλώνει με ἡ μάννα μου, μαλώνει με κι ὁ γέρος, μὰ σὰ bοθάνῃ, μὰ τὸ Θιό, μούτε παππᾶ θὰ φέρω Κρήτ. Συνών. ἀφέντης, κύρης, πατέρας. β) Ὁ πάππος, ἰδίᾳ ὡς προσφώνησις Θεσσ. (Βαμβακ.) Μακεδ. (Ἀρν.) γ) Ὁ πενθερός, εἰς ἔνδειξιν σεβασμοῦ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Στερελλ. (Ἀρτοτ.) 3) Ἐπὶ συζύγων προκεχωρημένης ἡλικίας, ὁ σύζυγος σύνηθ.: Πέθανε ὁ γέρος σύνηθ. Ὁ γέρος ὁ δικός μου ἤτανε λεβέντης Πελοπν. (Κρεμμ.) Ἔχω γέρο ἀσίκη Πελοπν. (Ἀνδρίτσ. Κρεμμ. Παππούλ. Χατζ.) Ὁ γέρος μου πῆε ᾽ς τὸ καλό, δέμ-μ᾽ ἄφησε πρᾶμα (ἀπέθανε χωρίς νὰ ἀφήσῃ κληρονομίαν εἰς τὴν σύζυγον) Κίμωλ. Βρὲ καψοσκασμένε γέρο, ἐπῆγες κ᾽ ἤδωκες τὸ λόγο σου (ὁμιλεῖ ἡ σύζυγος) Χίος Τὸ γέρο της τσείνη τσ᾽ ἀπομοναχή της τὸν εἴχενε χάσει Πελοπν. (Ξεχώρ.) Ἄ dοῦ πῇ ὁ γέρος σου τίοτα, θά ᾽ρχω Σίφν. Οὑ γέρουζ-ουμ δ᾽ λεύ᾽ τά-ι κτήματα Στερελλ. (Παρνασσ.) Οὑ ἄdρας μὶ τ᾽ς φουστανέ᾽ς d᾽ φουτουγραφία εἶνι οὑ γέρους μ᾽ Στερελλ. (Λεβάδ.) Τοὺ γέρου τοὺν ἔστ ᾽λα ᾽ς τ᾽ν Ἀμιρ᾽κὴ γιὰ χρήμ᾽τα Ἤπ. (Ἄγναντ.) Τὰ τσιρέκιασι τὰ ξύλα ἡ γέρους μ᾽ κ᾽ εἶν᾽ ἕτ ᾽μα γιὰ τοὺ ᾽μῶνα (τὰ τσιρέκιασι = τὰ ἔκοψε) Μακεδ. (Μοσχοπόταμ.) Μ᾽κρὸ στό ᾽μα μ᾽ ἔφτιαξε ᾽ς τοὺ φούρνου ἡ γέρους μ᾽ κὶ δὲ χουράει καλὰ τοὺ ψουμ Μακεδ. (Βρία) Ἦρτεν τζαιρὸς νὰ ᾽ποθάνῃ ὁ ζέρος Ἀστυπ. Ἡ γρὰ ἤθελε νὰ μαειρέψῃ τίποτι καλόφφαΐ τοῦ ᾽έρου τσαὶ πῆε τσ᾽ ἐόρασε ἀνdερίτζα νὰ τὰ κάνῃ πατσᾶ Κάρπ. Τάξε πὼς δὲ μὲ δικοῦνε οἱ τραβάγιˬες τοῦ γέρο μου, ἁποὺ δὲ μ᾽ ἀφίνει νὰ κάμω κουρτουλούσι μέρα- νύχτα (τάξε = τάχα, τραβάγιες = φασαρίες, κουρτουλούσι ==ἀνάπαυσις) Κρήτ. (Ἀποκόρ.) Δὲν ἐbόρουνα νὰ κλείσω μάτι καὶ γυρίζω καὶ λέω τοῦ γέρο μου... Κρήτ. (Ἄγιος Βασίλ.) Ὁ γέρος της γύρισε καὶ κοίταξε γύρω του καὶ μίλησε Δ. Βουτυρ., Εἰκοσ. διηγήμ., 2. || Παροιμ. φρ. Ὁ γέρος τὴ γριὰ του ὁρίζει | κι ὅπως θέλει τὴ γυρίζει (ἡ γυνὴ πρέπει νὰ εἶναι ὑποτακτικὴ εἰς τὸν ἄνδρα) Πελοπν. (Λάστ.) Μὲ τοῦ γέρου τὸ τομάρι | παίρνει ἡ νιὰ τὸ παλληκάρι (συνήθως αἱ νεαραὶ σύζυγου γερόντων συζύγων ὑπανδρεύονται ἐκ νέου καὶ τῆς περιουσίας τοῦ ἀποθανόντος λαμβάνουν νεαρὸν σύζυγον) Ζάκ. Πελοπν. (Γορτυν. Πραστ.) Ἡ παροιμ. φρ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Δυˬὸ τοῦ Μάρτη, δυὸ τ᾽ ᾽Απρίλη, πᾶμε, γέρο, ᾽ς τὸ βουνό, διάηνα καὶ μαρμαρώσανε (φέρεται λεγόμενον ὑπὸ τῆς γραίας συζύγου, η ὁποία ὰδιαφοροῦσα διὰ τὸ ψῦχος τοῦ Μαρτίου καὶ τοῦ ᾽Απριλίου, ἀπέθανε συνεπείᾳ τούτου) Πελοπν. (Οἴτυλ.) Συνών. ἄντρας 4, κύρης. 4) Φανταστικὸν ὄν ὑπὸ μορφὴν γέροντος, τὸ ὁποῖον αἱ μητέρες χρησιμοποιοῦν ὡς φόβητρον διὰ νὰ ἀναγκάζουν τὰ νήπια νὰ κοιμηθοῦν ἢ ἁπλῶς νὰ μὴ θορυβοῦν πολλαχ Ὁ γέρος παίρνει τὰ παιδιˬὰ ποὺ δὲν ἀκοῦνε Πελοπν. (Φιγάλ.) Κοιμήσου, γιˬατί θὰ φωνάξω τὸ γέρο νὰ σὲ πάρῃ. Κάτσε φρόνιμα, γιὰ θὰ σὲ πάρῃ ὁ γέρος. Ἔρχεται ὁ γέρος! πολλαχ. Κῦψε γιατί θὰ σὲ πάρῃ ὁ γέρος (κῦψε = κοιμήσου) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Νά ὁ ᾽έρος καὶ θὰ σὲ πάρῃ, μόνο κοιμήσου Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Εἶναι ἐκεῖ ὁ γέρος ποὺ βαστᾷ μιˬὰ ταγάρα καὶ βάζει μέσα τὰ κακὰ παιδιὰ καὶ τὰ κάνει gάgα (= τὰ δαγκάνει, τὰ τρώγει) Κύθηρ. Οἱ γυναῖκες ἔχουν τὴν κακὴ συνήθεια νὰ φοβίζουν τὰ παιδιά: Ὁ γέρος! Νά ὁ γέρος ! Θὰ σὲ πάρει ὁ γέρος! Π. Νιρβάν., Εὕθυμ. περίπατ., 12. Συνών. μπαμπούλας, μποῦμπος 5) Κατ᾽ οὐδ, τὸ γῆρας Καλαβρ. (Μπόβ.) Β) Μεταφ. 1) Ὑπὸ τύπ. γέρος ὁ, καὶ ἰδίως κατὰ πληθ. γέροι οἱ, οἱ μεταμφιεζόμενοι κατὰ τὰς Ἀπόκρεω εἰς ἐξωτικοὺς ποιμένας, μὲ μάλλινα χονδρὰ ἐνδύματα, φέροντες ὁρμαθὸν κωδώνων ποιμενικῶν περὶ τὴν ὀσφὺν καί, ἐνίοτε, προσωπίδα ἐκ λεπτοῦ τριχωτοῦ δέρματος μὲ δύο ὀπὰς κατὰ τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ περιερχόμενοι οὕτω τὰς ὁδούς καὶ τὰς οἰκίας τῆς κωμοπόλεως Σκῦρ.:Πᾶμε καὶ ᾽ς τὸν ἅι-Μηνᾶ νὰ δοῦμε π᾽ θὰ κατεβαίν᾽νε οἱ γέροι. Νὰ ἕνας γέρος μ᾽ ἕνα Φράγκο τσαὶ μὲ δυˬὸ κορέλες (Φράγκος = μεταμφιεσμένος μὲ εὐρωπαϊκὴν ἐνδυμασίαν, κορέλα = ἀνὴρ μεταμφιεσμένος εἰς γυναῖκα). Συνών. κουδουνᾶτος, μασκαρᾶς, μομόγερος. β) Κατὰ πληθ τύπ. οἱ γέροι, γενικῶς οἱ μεταμφιεσμένοι κατὰ τὰς Ἀπόκρεω Κύπρ. (Κερύν.): Ἦρταν οἱ γέροι. 2) Ὑπὸ τὸν τύπ. γέρος, τὸ χαρτονόμισμα τῶν ἑκατὸν δραχμῶν (ἐκ τῆς ἐπ᾽ αὐτοῦ εἰκονιζομένης παραστάσεως) Πελοπν (Κόκκιν): Πῆγα ᾽ς τὸ παζάρι κ᾽ ἐχάλασα πέντε γέρους (ἐξόδευσα πεντακοσίας δραχμάς). 3) Ταλασιουργικὸν ἐργαλεῖον χρησιμοποιούμενον εἰς τὴν μεταξουρ ίαν. Ἀποτελεῖται ἐκ παραλλήλου τεμαχίου ξύλου φέροντος ὀπὴν εἰς τὸ κέντρον, διὰ τῆς ὁποίας διέρχεται λεπτὸς σιδηροῦς ἄξων. Διὰ τῆς περιστροφικἣς κινήσεως περὶ τὸν ἄξονα τοῦ ὀργάνου τούτου δίδεται παλινδρομικὴ κίνησις εἰς τεμάχιον ἐφαπτομένης παλάμης καὶ κανονίζεται οὕτω τὸ συμμετρικὸν περιτύλιγμα τῆς κλωστῆς πέριξ τῆς ἀνέμης Κάρπ. Διὰ τὴν σημασίαν ταύτην πβ. Πολυδ 7,73 «τὸ δὲ ἐργαλεῖον, καθ᾽ οὗ ἔκλωθον ἐξαρτῶντες τὰ στυππεῖα γέρων ἐκαλεῖτο». 4) Εἶδος μεγάλου τηγανίτου καταλαμβάνοντος ὅλην σχεδὸν τὴν ἐπιφάνειαν τοῦ τηγανίου ᾽Αμοργ. Συνών. γριά. 5) Τὸ σκληρὸν μέρος τοῦ ἄρτου τὸ σχῆματιζόμενον ἐξωτερικῶς περὶ τὰ ἄκρα αὐτοῦ Μεγίστ. Συνών. ἀποκόλι. 6) Τὰ μικρὰ τρίμματα τυροῦ τὰ ὁποῖα ἐπικάθηνται εἰς τὸν πυθμένα τοῦ λέβητος κατὰ τὴν τυροκομίαν Πελοπν. (Μάν.) 7) Ὁ θαλάσσιος ἐχῖνος, τοῦ ὁποίου τὸ ἀκανθωτὸν περίβλημα εἶναι χρώματος κυανοῦ Στερελλ. (Αστακ.) 8) Εἶδος κοχλίου μὲ κέλυφος μελανὸν Κρήτ. (Ἄγιος Γεώργ.): Ὀψάργας ποὺ πῆα ᾽ς τσὶ χοχλιˬούς, ἑμάζωνα μόνο τσὶ γέρους (χθὲς τὸ βράδυ ποὺ εἶχα πάει νὰ μαζέψω σαλιγκάρια, ἐμάζευα μόνο τούς «γέρους»). 9)Ἡ κάμπη τοῦ μεταξοσκώληκος, ἥτις ἀδυνατεῖ νὰ ὰναρριχηθῇ ἐπὶ τῆς ἠλακάτης διὰ νὰ κατασκευάσῃ τὸ βομβύκιόν της Ανδρ 10) Τὰ φυτὰ Ὑοσκύαμος ὁ λευκὸς (Hyoscyamus albus) καὶ Ὑοσκύαμος ὁ μέλας (Hyoscyamus niger), τῆς οἰκογ. τῶν Στρυχνωδῶν (Solanaceae) πολλαχ. καὶ Τσακων. Συνών. εἰς λ. γεροντάκι 3. 11) Εἶδος παιδιᾶς, κατὰ τὴν ὁποίαν ἓν παιδίον ὑποδύεται γέροντα βαδίζοντα μετὰ κόπου μὲ τὴν βοήθειαν δύο ράβδων καὶ φιλονικεῖ δῆθεν πρὸς ἄλλο παιδίον, τὸ ὁποῖον τὸν προσέβαλε διὰ λόγων. Ἡ παιδιὰ λήγει κατόπιν ἐπεμβάσεως τοῦ διαιτητοῦ καὶ τῶν ἄλλων παικτῶν Κύπρ. - Α. Σακελλαρ., Κυπρ 2,249)Ὡς φρ. ὁ γέρος μὲ τὴ γριά, παιδιὰ παιζομένη ἐπὶ ὀρθογωνίου παραλληλογράμμου, χαρασσομένου ἐπὶ τοῦ ἐδάφους καὶ διαιρουμένου εἰς μικρὰ τετράγωνα, ἐπὶ τῶν ὁποίων ὁ παίκτης προσπαθεῖ νὰ μετακινήση βαίνων ἐπὶ τοῦ ἑνὸς μόνον ποδὸς πεσσὸν λίθου ἢ κεράμου Πελοπν. (Γορτυν. Κυνουρ.) Συνών. ἥλιος καὶ φεγγάρι, καλογεράκι, καλόγερος, καραβάνα. κουτσό. πεταλάκι. πετραδάκι, σά λιο-καλοκαίρι. 13) Κατὰ κλητικήν, ὡς ἐπιφώνημα πρὸς ζῷα Κρήτ. Νάξ. (᾽Απύρανθ.): Νά, γέρο, νά! Κρήτ. Οὔ, γέρο! αὐτόθ. Ὄξω, ᾽έρο μου, ὄξω! (πρός ἡμίονον ὴ ὄνον) Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Βάστα, ᾽έρο μου, βάστα! (προτροπὴ πρὸς βοῦν ὴ ὑποζύγιον) αύτόθ. Ἡ λ. καὶ ὧς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γέρος Ἀθὴν. Ἤπ. Κέρκ., ὡς παρωνύμ. Κέρκ. (Περουλ.) Ὀθων. καὶ ὧς τοπων. ὑπὸ τύπ. Γέρος Κάρπ. Πόντ (Τραπ.) Πελοπν. (Ξηροκ. Παλαιοχ.) Ρόδ. ᾽Ερος Κάρπ. Γέρο Ἀπουλ. (Καλημ.) ᾽Σ τὸ Γέρο Ρέμα Πελοπν. (Γορτυν.) ᾽Σ τοῦ Γέρου Νικόλα Ἀνάφ. ᾽Σ τοῦ Γερ᾿ Ἀγγελῆ Ἴος ᾽Σ τοῦ Γέρου Γιˬάννη Κυκλ (Δονοῦσ.) Τοῦ Γέρο Γιαννᾶ Ζάκ (Τραγάκ.) Τοῦ Γέρο-᾿Ανdώνη τὸ Σύρμα Κυκλ. (Δονοῦσ.) Τοῦ Γέρου Κώστα ἡ Σπηλιὰ αὐτόθ ᾽Σ τοῦ Γέρο τὸ Σπήλιο Κρήτ. (Κατσιδ.) ᾽Σ τοῦ Γέρου τὸ Ρέμα Πελοπν. (Λαγκάδ.) ᾽Στ᾿ Γέρου-Κόκα Στερελλ. (Φθιῶτ.) ᾽Σ τ᾽ Γιρου-Θουδουριᾶ τοὺ Μνῆμα Στερελλ (Κολάκ.) ᾽Ζ dοὺ Γέεου Πλάτανου Σαμοθρ
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA