βρωμόγλωσσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρωμόγλωσσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Οὐσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βρωμόγλωσσα ἡ, σύνηθ. βρουμόγλουσσα βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βρῶμα (ἡ) καὶ γλῶσσα.
Σημασιολογία
1) Γλῶσσα ἐκφέρουσα λόγους αἰσχρούς, συκοφαντικοὺς κττ.: Ἔχει αὐτὴ μιˬὰ βρωμόγλωσσα ποῦ νὰ φυλάγεσαι. Πρόσεχε μὴ πέσῃς 'ς τὴ βρωμόγλωσσά του. Συνών. ἀρσιζικόγλωσσα. 2) Μετων. ἄνθρωπος ἔχων αἰσχρὰν γλῶσσαν, ἄνθρωπος αἰσχρολόγος, βωμολόχος, συκοφάντης κττ.: Εἶναι μιὰ βρωμόγλωσσα αὐτὸς ποῦ ὁ Θεὸς νὰ φυλάξῃ! Ἐμπλεξα μὲ μιˬὰ βρωμόγλωσσα. Συνών. ἀρσιζικόγλωσσος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA