βρωμόγλωσσος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρωμόγλωσσος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ἐπίθετο

Τυπολογία

βρωμόγλωσσος ἐπίθ. σύνηθ. βρουμόγλουσσους βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βρῶμα (ἡ) καὶ γλῶσσα.

Σημασιολογία

Αἰσχρολόγος, κακολόγος. Συνών. ἀρσιζικόγλωσσος, ἀτσαλιˬάρις, ἀχρειάνης 1 (ἔνθα πολλὰ ἄλλα συνών.), ἔτι δὲ βρωμολόγος, βρωμοσαλιˬάρις, βρωμόστομος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/