ἀνεβάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεβάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀνεβάζω κοιν. καὶ Καππ. Ποντ (᾿Αμισ. Οἰν.) ἀνεβάζ-ζω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀνιβάζου βόρ. ἰδιώμ. ἀνεβάντζω Χίος ἀνεβαίζω Πελοπν. (Λακων. Μάν.) ἀνιβαίζου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) ἀνηβάζω Ζάκ. Ἤπ. Νάξ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) Χίος-Λεξ. Δεὲκ ἀνηβάζου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.) ᾿νεβάζω ’Αστυπ. Θρᾴκ. Κάλυμν. Κῶς Λερ Νίσυρ. Πόντ. Προπ.(᾿Αρτάκ.) Ρόδ Σιφν Συμ ᾿νεάζ-ζω Ρόδ. ’νάζ-ζω Ρόδ. ’νηβάτζω Σύμ. bαΐχου Τσακων.

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀνεβάζω, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀναβιβάζω. Τὸ ἀνηβάζω καὶ παρὰ Σομ. Τὸ ἀνεβαίζω κατ’ἐπίδρ. τοῦ ἀνεβαίνω. Διὰ τὸν τύπ. bαΐχου ἰδ. ΗPerntot Dial. Tsakon 271.

Σημασιολογία

Α) Μετβ. Ι) Κάμνω τινὰ ν᾿ ἀναβῇ, ἀναβιβάζω κοιν. καὶ Καππ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Ἀνεβάζω τὸ παιδὶ ’ς τ᾽ ἄλογο-᾿ς τὸ δέντρο- ᾿ς τὸ κάθισμα-᾿ς τὸ παράθυρο-'ς τὸ τραπέζι κττ. κοιν. Πο͜ιὸς θὰ τὴνε ᾽νεβάσῃ; Σίφν. Ἀνήβασο τὸ μωρὸ ᾿ς σὸ σκαμνὶ Κοτύωρ. Ἐνήβασα τὰ χορτάρ' ᾽ς σὸ δρανὶ (δῶμα) Ὄφ. ᾽Νέβασέ με ’πάνω Ρόδ. ǁ Παροιμ. Ὁ Θεὸς ἄλλους ἀνεβάζει κιˬ ἄλλους κατεβάζει (ἡ εὐτυχία καὶ ἡ δυστυχία ἐναλλάσσονται) κοιν. Οὑ Θεˬὸς ἀσκάλις ἀνιβά’ κιˬ ἀσκάλις κατιβά’ (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Σαμ Μὴ dὸν ἀνεβάζῃς τὸ gακόσειρο παρ᾿ ὥς τσοὶ νώμους σου, γιˬατ᾿ ἄ dὸν ἀνεβάσῃς ὥς τὴ gεφαλή σου, θὰ σὲ κατουρήσῃ (ὅτι ἐν μέτρῳ πρέπει νὰ ὑποστηρίζῃ τις τὸν ταπεινὸν διὰ νὰ μὴ κινδυνεύσῃ νὰ ὑβρισθῇ ὑπὸ τούτου ἀνυψουμένου. κακόσειρος=ὁ ταπεινῆς καταγωγῆς) Κρήτ. ᾎσμ, Ἀπὸ τὸ χέρι τὴν ἁρπᾷ καὶ ’πάνω τὴ ᾿νεβάζει Ρόδ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Λύβιστρ καὶ Ροδάμν. Ε στ. 2335 (ἔκδ. JLambert) «φέρνουν σκουτάριν στρογγυλὸν καὶ ἀπάνου μὲ καθίζουν | εἰς ὕψος μὲ ἀνεβάζουσιν». 2) Προάγω, προβιβάζω τινὰ Θεσσ. (Ζαγορ.) Λεσβ. (Πάμφιλ.) Πόντ (Οἰν. Χαλδ.): Ὁ δάσκαλό μ᾽ ἐνέβασε με Οἰν. Δὲ θ’ ἀνιβαστῇς φέτου Πάμφιλ. 3) Ἐξυψώνω τινὰ ἠθικῶς, δίδω ἀξίαν εἴς τινα σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ.): Αὐτὸ σὲ ἀνεβάζει πολὺ ’ς τὴ συνείδησι’ μου σύνηθ. Μ’ αὐτὸ ποῦ εἶπες τὸν ἀνέβασες Σῦρ Πολλὰ ἐνέβασες ἀτεν Τραπ. 4) Αὐξάνω τὸν μισθὸν ἢ τὴν τιμὴν πράγματός τινος κοιν. : Ὁ σπιτονοικοκύρις κάθε τόσο μ’ ἀνεβάζει τὸ νοίκι. Ὁ ἀφεντικός μου θὰ μὲ ἀνεβάσῃ τὸν ἄλλο μῆνα (βραχυλ. ἀντὶ θὰ μοῦ ἀνεβάσῃ τὸ μιστό). Ἀνέβασε ἡ κυβέρνησι τὸ ψωμὶ-τὴ ζάχαρι-ὅλα τὰ πράματα (βραχυλ. ἀντὶ. τὴν τιμὴ τοῦ ψωμιˬοῦ κτλ.) κοιν. Τὸ πεdάρι τ᾿ ἀνεβάσαν ἑφτὰ δραχμὲς (πεdάρι = πεντάδραχμον) Τῆν. 5) Πλειοδοτῶ Πόντ. (Κερασ.) Σῦρ.: Αὐτὸ τὸ χωράφι τ᾽ἀνέβασε καὶ τὸ πῆρε Σῦρ. Ὥς πόσον ἐνέβασές ἀτο; Κερασ. Συνών. ἀβαντζάρω Α2, ἀναβαντζάρω 1, ἀνεβατίζω 3. 6) Ὑπολογίζω τι κατὰ ποσὸν σύνηθ. : Τοὺς κατοίκους τοῦ δεῖνα τόπου τοὺς ἀνεβάζουν σὲ πέντε χιλιˬάδες. β) Ὕπερβάλλω τι κατὰ ποσότητα ᾿Ιων. (Κρήν.): Ἔχω ἀκουστὰ πῶς εἶναι δέκα χιλιˬάδες ψυχομέτρι ἄλλοι ὅμως τοὺς ἀνεβάζουνε (ψυχομέτρι=σύνολον ἀνθρώπων). 7) Μεγεθύνω τι Νάξ. (Κωμ.) Σῦρ. (Ἑρμούπ.): ᾿Ανεβάζω τὴ μεθήρα Κωμ. ᾿Ανεβάζω τὸ βαρέλλι Ἑρμούπ. 8) Κάμνω τι νὰ ὑποστῇ ζύμωσιν, ἐπὶ ζύμης ἄρτου Θρᾷκ. (Σηλυβρ.) Πόντ. (᾿Αμισ. Κερασ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): ’Ανηβάζω τὸ ζ ’μάρ’ Ὄφ. Τὸ φλουρὶ τ’ ἁγι-κωνσταντινιˬάτικο σὰν τὸ βάλ’νε μέσα ’ς τὸ ζυμάρι ποῦ θὰ κάμ’νε ψωμί, τὸ ἀνεβάζει χωρὶς μαγιˬὰ Σηλυβρ. Μετοχ. ἀνεβασμένος=ὁ ὑποστὰς τὴν προσήκουσαν ζύμωσιν πολλαχ͵: Ζύμη ἀνεβασμένη πολλαχ. ᾿Ανηβασμένον ζουμάρ’ Χαλδ. Συνών. καὶ ἀντίθ. τῆς μετοχ. ἰδ. ἐν λ. ἀ’νατε Ι. Καὶ ἀμτβ. ἀνυψοῦμαι, φουσκώνω, ἐπὶ ζύμης Νισυρ Ρόδ.: Τὰ ψωμιˬὰ νάζ-ζουν Ρόδ. Τὰ ψωμιˬὰ ᾿νέβασαν Νίσυρ. Β) ᾿Αμτβ. 1) ᾿Αναβαίνω, ἀνέρχομαι Πελοπν. (Μάν. κ. ἀ.): ᾿Ανεβαίζω ᾿ς τὸ βουνὸ Μαν Καὶ μετβ. ἀνέρχομαί τι Αἴγιν. Θρᾴκ. Κορσ. Κρήτ. Μακεδ. (Χαλκιδ) Νίσυρ. Σῦρ. Χίος: ᾿Ανιβάζου τοὺν ἀνήφουρου Χαλκιδ. Αὐτὸ τὸ βουνὸ εἶναι πολὺ ἁψηλά, δὲν μπορῶ νὰ τ’ ἀνεβάσω Σῦρ. ǁ ᾊσμ. Τοῦ μέγα Γεˬώργι τὸ βουνὸ, τοῦ μέγα Κωσταντίνου, μήτε πουλλὶ τ᾿ ἀνέβαζε μήτ᾿ ὥρα͜ιο χελιδόνι, κόρη ξανθὴ τ᾿ ἀνέβαζε, πλέχνοντας τὸ γαϊτάνι Αἴγιν. Καρδιˬά μ᾽, εἶdα ’χεις καὶ πονεῖς καὶ βαρεˬαναστενάζεις; βαρὺ γομάρι δὲ βαστᾷς, βουνὰ δὲν ἀνεβάζεις! Κρήτ. 2) ’Αναπνέω μετὰ δυσκολίας, ἀσθμαίνω Βιθυν. (Κατιρ.) Κυδων Πελοπν. (Λακων. Μάν.) Ρόδ.: Ὅλη τὴ νύχτα ἀνέβαζα Μαν Τὸ μωρὸ δὲν κοιμᾶται, ἀνεβάζει Κατιρ. ΄Νεβάζει ὁ ἄρρωστος Ρόδ. Συνών. ἰδ. ἔν λ. ἀναφέρνω Α 1 β. 3) ’Αναδίδω, ἐκβάλλω Εὔβ. (Πλαταν.) : ’Ανεβάζει γλάρα αὐτὸ τὸ σπίτι (γλάρα=ὑγρασία). Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀναχύνω 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/