γεροσαλιˬάρης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γεροσαλιˬάρης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γεροσαλιˬάρης ὀ, σύνηθ. γιρουσαλιˬάρ᾽ς πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ οὐσ. σαλιάρης.

Σημασιολογία

Γέρων ἡδονιζόμενος ἐπὶ τῇ θέᾳ ὡραίων γυναικῶν: Δὲ dρέπεσαι, γεροσαλιˬάρη; Κοιτᾷς τὰ κορίτσια καὶ τρέχουν τὰ σάλια σου! Ἀθἦν. Ξέρ᾽ς τ᾽ ἔκανι οῦ γιρουσαλιˬάρ᾽ς ἰχτὲς τοὺ προυί; Πῆγι ᾽ς τοὺ Μύτ᾽κα κὶ γιρουσάλιˬαζι μὶ τὰ κουρίτσα Στερελλ. (Κουνουπίν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/