ἀνεβασούρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεβασούρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀνεβασούρα ἡ, ἀμάρτ. ἀνηβασούρα Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀνέβασι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ.-ούρα.

Σημασιολογία

Δύσπνοια, ἆσθμα. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀνέβασι 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/