γεροσαράβαλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γεροσαράβαλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γεροσαράβαλο τό, πολλαχ γιρουσαράβαλου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ οὐσ. σαράβαλο.
Σημασιολογία
Γέρων ἀσθενικὸς ἔνθ᾽ ἄν.: Ποῦ πάει τὸ γεροσαράβαλο κετοια ὥρα; (κέτοια = τέτοια) Πελοπν. (Παιδεμέν.) Ὁ παππᾶς ἔμεινε καὶ γιὰ τὸ τραπέζι μαζὶ μὲ τοὺς συγγενεῖς καὶ δύο τρία γεροσαράβαλα, φίλους τοῦ πεθεροῦ της ᾽Αδάμ, Ἀπὸ τὸ χωρ., 8
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA