ἀνεβαστὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀνεβαστὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀνεβαστὴς ὁ, θηλ. ἀναβάστρ Πόντ.(Κερασ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνεβάζω.

Σημασιολογία

Τὸ θηλ. ἀναβάστρ εὔχρηστον μόνον εἰς τὸν ἕβδομον τρόπον τῆς κατὰ δέκα τρόπους παιζομένης παιδιᾶς τῶν πεντολίθων (λίντ). Ἡ παίζουσα θέτει ἐπὶ τοῦ ἐδάφους κατὰ γραμμὴν τρία λιθάρια καὶ κρατεῖ ἀνὰ ἓν εἰς τὰς δύο χεῖρας, ἀναρρίπτουσα δὲ τὸ τῆς δεξιᾶς ἀνταλλάσσει τὸ ἕτερον μὲ ἓν τῶν κατὰ γῆς κειμένων καὶ τοῦτο πράττουσα τρὶς λέγει ἑκάστοτε «ἀναβάστρ μ᾽ καὶ κακάστρ μ᾽, κρέμ’ τ᾽ ᾠβγόπο σ᾿» Πόντ. (Κερασ.) Συνών. *ἀνεβήσιν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/