ἀνεβαστὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀνεβαστὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀνεβαστὸς ἐπίθ. ἀνααστὸς Μεγιστ ἀνεβαστὸς Λεξ. Δημητρ. ἀνηβαστός Πόντ. (Ὄφ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀνεβάζω.
Σημασιολογία
1) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον μετακομίζει τις αἴρων εἰς τὰς χεῖρας Λεξ. Δημητρ. : ’Ανεβαστό ἦρθε τὸ πιˬάνο. 2) Ὁ ἀναβὰς εἰς τόπον ὑψηλὸν Λεξ. Δημητρ. : ᾿Ανεβαστὸς ᾽ς τὸ κατάρτι-’ς τὸ δέντρο-’ς τὴν ἄκρη τῆς σκεπῆς. 3) Ὁ ὑποστὰς ζύμωσιν, ἐπὶ ζύμης Μεγίστ. Πόντ. (Ὄφ.): Πίττες ἀνααστές Μεγίστ. Ψωμί ἀνηβαστό Ὄφ. Συνών. ἀνεβατός Α1 Πβ. ἀναβασμάτιν
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA