βρωμοκοιτάζομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρωμοκοιτάζομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βρωμοκοιτάζομαι Μακεδ. (Φλόρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βρῶμα (ἡ) καὶ τοῦ ρ. κοιτάζομαι.

Σημασιολογία

Βρωβοκείτομαι, ὃ ἰδ., ἀρατικῶς ᾎσμ. Ἔπεσε νὰ κοιμηθῇ | καὶ νὰ βρωμοκοιταστῇ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/