ἀχόρταγος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχόρταγος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀχόρταγος ἐπίθ. ἀχόρταστος σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ.) ἀχόρταγος κοιν. καὶ Πόντ (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ.) ἀχόρταγους βόρ. ἰδιώμ. ἀχόρταος Θήρ. Κάρπ. Κίμωλ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Ρόδ. Σύμ. ἀχόνταγο Τσακων. ἀναχόρταγος ’Αθῆν. Αἴγιν. Στερελλ. (Δεσφ.) ἀναχόρταος Βιθυν. (Κατιρ.) ἀναχόρταες Σκῦρ. ἀνηχόρταγος Πελοπν. (Μάν.) ἀνεχόρταγος Εὔβ. (᾿Οξύλιθ.) Ἤπ. Κεφαλλ. Κύθηρ. Λευκ. Μέγαρ. Πάρ. Πελοπν. (Λακων. Λάστ. Μεσσ.) ἀνεχόρταος Ἄνδρ. ἀνιχόρταγους Ἤπ. (Ζαγόρ. Τσαμαντ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) Μακεδ. (Βελβ. Βλάστ. Χαλκιδ.) Σκίαθ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀνιχόρταους Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἀχόρταγος. Διὰ τὸν σχηματισμὸν ἰδ. ΙΚακριδ. ἐν ’Αθηνᾷ 38 (1926) 204. Τὸ ἀχόρταστος καὶ μεταγν.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἀκόρεστος εἰς τὸ φαγητόν, ποτὸν κττ., ἀδηφάγος, λαίμαργος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σάντ. Τραπ.) Τσακων: ᾽Αχόρταγος ἄνθρωπος, ὅσα νὰ φάῃ δὲ χορταίνει κοιν. Ἀχόρταστος, δὲν ἔχει χορτασμὸ Κάρπ. Ἀνεχόρταο παιδὶ 'Ανδρ. || Φρ. ᾍδης ἀχόρταστος (ἐπὶ ἀκορέστου) σύνηθ. Χάρως ἀχόρταγος (συνών. τῇ προηγουμένῃ) πολλαχ. || Χώρισι, ἀχώριγι, χόρτασι, ἀχόρταγι! (ἀποστροφὴ πρὸς τὸν ἀκόρεστον ᾍδην λεγομένη κατὰ τὰς κηδείας) Λέσβ. (Πάμφιλ.) || Παροιμ. Σὰ βρῇ ἀραλίκι ’ς τὸ μαντρὶ ὁ λύκος εἶν' ἀχόρταστος (ἡ εὐκαιρία ἁρπαγῆς ἐμπνέει ἀπληστίαν) Λεξ. Δημητρ. || Γνωμ. Τοῦ ἀχόρταγου τὸ μάτι τὸ χορταίνει τὸ χῶμα Λεξ. Πρω. || ᾎσμ. Τόπους νὰ φάῃ Ἑλληνικούς, χῶρες νὰ φάῃ ξένες σὰ λύκος ἀνεχόρταγος, σὰν τίγρις πεινασμένος Λάστ. Συνών. ἀσύστατος 8. β) Ὁ μὴ ἱκανοποιούμενος σύνηθ.: ’Αχόρταστος πόθος. Ἀχόρταστη ἐπιθυμία – φιλαργυρία -φιλοδοξία. ᾿Αχόρταστο μῖσος. 2) Ὁ μὴ ἀρκούμενος εἰς ὅ,τι ἔχει, ἄπληστος, πλεονέκτης κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Τραπ. κ.ἀ.) Τσακων.: Τί ἀχόρταγος ποῦ εἶναι, ὅσα ν᾿ ἀποχτήσῃ δὲ χορταίνει! κοιν. || Φρ. Ἀναχόρταγο μάτι (ἐπὶ πλεονέκτου) Αἴγιν. || Γνωμ. ᾽Ασύσταγος ὁ ἀχόρταγος (ὁ ἄπληστος οὐδέποτε ἱκανοποιεῖται) Λακων. Συνών. ἀνέμπληστος, ἄπληστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA