ἀρνακούτα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρνακούτα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀρνακούτα ἡ, ΚΟἰκονόμ. Δοκίμ. 3,25 ἀρνιˬακούτα Μακεδ. (Σισάν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀρνάκι καὶ ἀγνώστου β’ συνθετ. Τὸ ἀρνιˬακούτα κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ οὐσ. ἀρνί.
Σημασιολογία
Δέρμα ἀρνίου. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρνακάδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA