βρωμόκολος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βρωμόκολος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ἐπίθετο

Τυπολογία

βρωμόκολος ἐπίθ. Σέριφ. Σῦρ. κ.ἀ. -Μακρυγ. Ἀρχ. 2, 22.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βρῶμα (ἡ) καὶ κόλος.

Σημασιολογία

1) Νωθρός, ὀκνηρὸς Σῦρ.: Αὐτὸς εἶν’ ἕνας βρωμόκολος καὶ δὲ θέλει νὰ πιάσῃ δουλε͜ιά. 2) Ἄτολμος, δειλὸς Μακρυγιάνν. Ἀρχ. ἔνθ’ ἀν.: Τί βρωμόκολοι εἶστε ἐσεῖς, φοβᾶστε κιˬ ἀπὸ τὸν ἥσκιˬο σας! 3) Οὐσ., πτηνὸν τὸ ὁποῖον ἐπικαθήμενον εἰς τὴν ντομάταν προκαλεῖ νόσον αὐτῆς Σέριφ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/