Ἀρναούτης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Ἀρναούτης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

Ἀρναούτης ὁ, Ζάκ. Ἤπ. Κρήτ. Πελοπν. (Αἰγιάλ. Ἀχαΐα) κ.ἀ. Ἀρναούτ᾿ς Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ Τουρκ. Arnaut.

Σημασιολογία

1) Ἀλβανὸς συνήθως μετὰ σημ. σκωπτικῆς πρὸς δήλωσιν ἀνθρώπου ἀδιακρίτου, κακοῦ ἢ δύσνου ἢ ἀγροίκου καὶ σκαιοῦ τοὺς τρόπους Ζάκ. Ἤπ. Κρήτ. Πελοπν. (Αἰγιάλ. Ἀχαΐα) Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.): Καηˬμένε, μὴ πολεμᾷς νὰ σὲ καταλάβῃ ἕνας Ἀρναούτης ποῦ δὲν καταλαβαίνει ποῦ πάν τὰ τέσσερα Ἀχαΐα. || Παροιμ. Ἀρναούτη κάνεις φίλο; | κράθε͜ιε καὶ κομμάτι ξύλο (ἐπὶ φίλου ἀδιακρίτου καὶ ὀχληροῦ) Κρήτ. Ὁ Θεὸν πακεῖντο ἔν᾽ Ἀρναούτ᾿ς; (ὁ Θεὸς μήπως εἶναι ᾽Αρβανίτης; ἤτοι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι σκληρὸς καὶ ἄδικος, ἀλλὰ προστατεύει τοὺς ἀδικουμένους τιμωρῶν τοὺς ἀδικοῦντας. Λέγεται ἐπὶ ἀδικίας) Χαλδ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Κύπρ. Πελοπν. (Γύθ.), ὡς ἐπών. Σάμ. καὶ ὡς παρων. Θήρ. (Οἴα). 2) Τουρκαλβανὸς στρατιώτης Κρήτ. 3) Ὁ μὴ ὁμιλῶν καλῶς, ἀλλ’ ἐκφέρων τὰς λέξεις μεταβεβλημένας ὥστε νὰ μὴ ἐννοῆται Κρήτ. Πβ. Ἀρβανίτης.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/