γερότουρκος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γερότουρκος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γερότουρκος ὁ, Στερελλ. (Παρνασσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ θέμ. γερο- καὶ τοῦ ὀνόμ. Τοῦρκος.
Σημασιολογία
Γέρων Τοῦρκος : ᾎσμ. Τρεῖς Τοῦρκοι, τρεῖς γερότουρκοι καὶ τρεῖς καπεταναῖοι κ᾽ οἱ τρεῖς τὸ Γιάννο κυνηγοῦν, τὸ Γιάννο κατατρέχουν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA