ἀχὸς (ΙΙ)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀχὸς (ΙΙ)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀχὸς ὁ, (ΙΙ) Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιφ. ἄχ.
Σημασιολογία
1) Ἀναστεναγμός: ᾎσμ. Ὁ πόνος φέρνει τὸν ἀχὸ κιˬ ὁ ἀχὸς τὸ μοιρολόι Συνών. ἀναστέναγμα, στεναγμός. 2) Θρῆνος: Πέθανε ὁ πατέρας τους κιˬ ἀκούγαμε ὅλη νύχτα τὸν ἀχό τους. 3) Πολὺ μελαγχολικὸν ᾆσμα: ᾎσμ. Κοράσιˬο, πᾶψε τὸν ἀχὸ καὶ πές ἄλλο τραγούδι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA