γερουσε͜ιὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γερουσε͜ιὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γερουσε͜ιὸ τό, Πελοπν. (Καλάβρυτ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γερουσία καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ειό. Πβ. ἀρχοντιὰ-ἀρχοντε͜ιό, γερος-γέροντας -γεροντε͜ιό.

Σημασιολογία

1) Σύνολον γερόντων. Συνών. γερουσία 2. 2) Τόπος ὅπου συναθροίζονται οἱ γέροντες. Συνών. γερουσία 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/