βρωμολάχανο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βρωμολάχανο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Οὐσιαστικό
Γένος
Οὐδέτερο
Τυπολογία
βρωμολάχανο τό, πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ βρῶμα (ἡ) καὶ λάχανο.
Σημασιολογία
Τὸ φυτὸν ἀγριοκαρδαμούδα 1, ὃ ἰδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA