ἀρνε͜ιέμαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρνε͜ιέμαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρνε͜ιέμαι, ἀρνοῦμαι λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πόντ. (Σάντ.) ἀρνε͜ιοῦμαι Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Ζάκ. Θήρ. Καππ. (Σινασσ.) Κύπρ. κ.ἀ. ἀρνε͜ιέμαι κοιν. ἀρνε͜ιῶμαι Εὔβ. (Κονίστρ.) Μεγίστ. ἀρνε͜ιῶμι Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀρνε͜ιοῦμ’ Θρᾷκ. (Σαρεκκλ.) κ.ἀ. ἀρνείομαι Πόντ. (Οἰν.) ἀρνείουμαι Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) ἀρνείγουμαι Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ.) ἀρνούμενε Τσακων. ἀρνινδούμενε Τσακων. ᾿ρνε͜ιοῦμαι Ρόδ. Σύμ. Ἀορ. ἐρνίστηκα Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀρνίστηκα Ἰων. (Κρήν.) Κρήτ. Κύπρ. Σκῦρ. ἐρνίστα Πόντ. (Οἰν.) Ρόδ. ἀρνίστα Σκῦρ. γ’ ἑνικ. ἀρνίστηνε Ἄνδρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ᾶρχ. ἀρνοῦμαι.

Σημασιολογία

1) Δὲν ὁμολογῶ τι, ἀρνοῦμαι κοιν. καὶ Καππ. (Σινασσ.): Ὅλα ποῦ εἶπε τ’ ἀρνεῖται τώρᾳ. Δὲν ἀρνοῦμαι τὸ καλὸ ποῦ μοῦ ᾽κανες. Ἀρνήθηκε ὁλότελα πῶς τὸν ἔδειρε κοιν. Τὸ καλὸ δὲν τὸ ἀρνει͜οῦμαι Σινασσ. Τὸ ἀρνίστηνε ᾿ς τὸ δικαστήριο (τὸ ἡρνήθη ἐπί δικαστηρίου) Ἄνδρ. 2) Δὲν θέλω κοιν.: Ἀρνεῖται νὰ μοῦ πληρώσῃ τὸ χρέος του. Ἀρνεῖται νὰ κάνῃ τὴν ὑπηρεσία του κοιν. Ἀρνει͜οῦμαι νὰ σ’ ἔχω φίλο Ζάκ. ᾿Ερνούdονε ’ς τὴν ἀρχὴ καὶ δὲν ἤθελε νὰ τὸ κάμῃ, μὰ ὕστερα ἐθελημάτεψε (ἠρνεῖτο, ἀλλ’ ὕστερα ἡθέλησε, συγκατετέθη) Κρήτ. 3) Ἀπαρνοῦμαι, ἐγκαταλείπω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων.: Ἀρνήθηκε τὴ θρησκεία του-την πίστι του-τὸ Χριστό του. Ἀρνήθηκε τὸν ἂντρα της-τὰ παιδιά της-τὸ σπίτι του-τὸν πατέρα του κοιν. ᾿Ερνίστεν τὸν Χριστὸν (ἡρνήθη) Οἰν. ᾿Ερνέθεν τὴν πίστιν ἀτ’-τὸν Χριστόν ἀτ’ (ἠρνήθη τὴν πίστιν του κτλ.) Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. Ἄνθρωπος σωστὸς πο͜ιὸς ἔν᾿ τὴν πίστιν ἀτ’ ᾽κ’ ρνείγεται (ὅστις εἶναι καλὸς ἄνθρωπος δὲν ἀρνεῖται τὴν πίστιν του. Τὸ ᾿κ᾿ ρνείγεται ἐκ τοῦ ᾽κὶ ἀρνείγεται) Κοτύωρ. Χαλδ. || Φρ. Ν’ ἀρνηθῶ τὸ Θεό! (ὅρκος) Κεφαλλ. Μᾶς ἀρνήθηκες! (δὲν μᾶς ἐπισκέπτεσαι πλέον) Ἀθῆν. κ.ἀ. Ν ἀρνηθοῦ τὸ Θεὸ-τὰν κίστι μι! (ν᾿ ἀρνηθῶ τὸν Θεὸν τὴν πίστιν μου) Τσακων. Ἀρνίστηκα τὸ γάλαν τῆς μάννας μου (ἐπὶ μεγάλης ἀπελπισίας) Κύπρ. Γιˬὰ ἕναν παρὰν τὸν Χριστὸν ἀρνείγεται (δι’ ἕνα παρᾶ τὸν Χριστὸν ἀρνεῖται. ’Επὶ φιλαργύρου) Κερασ. || ᾎσμ. Ἀρνί ’φαγες κιˬ ἀρνίστης με, ’ρίφι καὶ ξέχασές με κ᾽ ἤπιˬες τσ᾽ ἀλησμονιᾶς νερὸ κ᾿ ἐπολησμόνεσές με Ἀπύρανθ. Νόπου μὲ φίλε͜ιε g’ ἤλεε ποτέ dου δὲ μ’ άρνᾶται αὐτόθ. Μ’ ἀρνίστηκες ποῦ ν᾿ ἀρνιστῇς τὴ μάννα ποῦ σὲ γέννα, τὸ γάλα ποῦ σὲ βύζαξε νὰ τὸ ξεράσῃς αἷμα Κρήτ. Εἶdα ’τονε ποῦ μοῦ ᾽λεγες καὶ τώρᾳ μοῦ τ᾽ ἀρνᾶσαι; Κρήτ. Ἄσπρο μου τριανταφυλλάκι, | βασιλεῦ τῶ λουλουδιˬῶ, πο͜ιὸς ἐρνίστη τὴν ἀγάπη, | νὰ τὴν ἀρνιστῶ κ’ ἐγὼ Ρόδ. Μάννα μ᾿, ἀρνήθου τὸν Χριστὸ καὶ τ’ ἅγιο βαγγέλιˬο τότε θεν’ ἀρνηθῶ κ’ ἐγὼ τοῦ ναύτη τὴν ἀγάπη Νίσυρ. Μ’ ἀρνίστητσες ποῦ ν᾽ ἀρνιστῇς τῆς μάννας σου τὸ γάλα ποῦ νὰ σὲ ρίξ’ ἡ μοῖρα σου σὲ βάσανα μεγάλα Σκῦρ. Ὡς τρέχει τὸ κρυγιˬὸ νερὸ ’ς τὴ γῆς καὶ δὲ βρουχᾶται νὰ τρέξῃ ’τσὰ τὸ αἷμα dου ἁπ᾽ ἀγαπᾷ κιˬ ἀρνᾶται Κρὴτ. Δὲν τὸν ἀρνε͜ιέμαι τὸ σταυρὸ κιˬ αὐτὴ τὴ μαυρομμάτα Εὔβ. Γιˬατί μ᾽ ἐφίλει κ᾽ ἔλεγεν ἀγάπη δὲν ἀρνε͜ιέται καὶ τώρᾳ μ᾽ ἀπαρνίστηκε σὰν τὸν καρπὸ ’ς τὸν κάμπο Κρήν. Συνών. ἀπαρνε͜ιέμαι, ἀπαρνίσκω, *ἀρνίσκω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/