ἀρνέλλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρνέλλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρνέλλι τό, ἀμάρτ. ἀρνέ’ Θρᾴκ. Λέσβ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀρνὶ διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ.-έλλι.
Σημασιολογία
Μικρὸν ἀρνίον ἔνθ’ ἀν.: Ἀρνέ᾽ τὸ θέ’ς, Πετρέ’;-Ὄχ’ ἀρνέ’ νὰ μελάζῃ σὰν ἀρνί, Πετρέ’, λεγώ, νὰ κοιμᾶται σὰν παιδὶ (εὐθὺς μετὰ τὸν τοκετὸν ἡ μαῖα σκορπίζουσα ἐπὶ τῆς κατακεκλιμένης λεχοῦς διαφόρους ξηροὺς καρποὺς ἐρωτᾷ αὐτὴν κατ᾿ ἔθος ἂν θέλῃ τὸ παιδὶ νὰ εἶναι ἀρνέλλι ἢ Πετρέλλι, δηλ. μικρὸς Πέτρος, Πετράκης, αὐτὴ δὲ ἀποκρινομένη ἀπαντᾷ, ὄχι ἀρνέλλι νὰ φωνάζῃ σὰν ἀρνί, ἀλλὰ Πετρέλλι διὰ νὰ κοιμᾶται σὰν παιδὶ) Θρᾴκ. || ᾎσμ. Τὸ σταφύλι νὰ τὸ φάῃ, | τὸ καρπούζι νὰ τὸ παίζῃ, νὰ κοιμᾶται σὰν τ’ ἀρνέ’, νὰ ξυπνᾷ σὰ μοσκαρέ’ (βαυκάλ.) Θρᾴκ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀρνάκι 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA