ἄρνημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄρνημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἄρνημα τό, ἀμάρτ. ἄρνισμα Σίφν. ἄρνεμαν Πόντ. (Κερασ. Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀρνε͜ιέμαι. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Ἄρνησις, ἀπάρνησις, ἐγκατάλειψις ἔνθ’ ἀν.: Τὸ ἄρνισμα τῆς μάνας του τὸν ἔκαμε καὶ δὲν εἶδε μιὰν ἡμέρα καλὴ ’ς τὴ ζωή του Σίφν. Ἄρνεμαν τοῦ Χριστοῦ (ἀλλαξοπιστία, ἐξισλαμισμὸς) Τραπ. Συνών. ἄρνησι 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA