γέρσιμο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γέρσιμο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γέρσιμο τό, Θήρ. Κρήτ. (Κίσ. Σφακ.) Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Βλάσ. Γαργαλ. Δίβρ. Κοντογόν. Κουρτάκ. Λεντεκ. Μάνεσ. Μαργέλ. Μηλιώτ. Μουζάκ. Πετροχ. Ρουμαν. Χώρ. κ.ἀ.) - Α. Ταρσούλ, Ν. Ἑστ. 1 (1927), 912 Ν. Κοτσοβίλ. Ἐξαρτ. πλοίων, L. Roussel, Grammaire, 319, Λ, Παλάσκ., Λεξ. Γαλλοελλην ναυτ. ὅρων Ν. Ἐστ. 20 (1936), 1054 - Λεξ. Ψυλλ. γέρσ᾽μου Στερελλ. (Βαρετάδ. Βόνιτσ. Καντήλ. Κουνουπίν. Μύτικ. Παναγούλ. Πατιόπουλ. Σπάρτ. κ.ἀ.) ᾽έρσιμο Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γείρσιμο Τσακων. (Χαβουτσ.) γιˬούρσιμο Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γέρνω.
Σημασιολογία
1) Κλίσις, ἀπόκλισις Κρὴτ. (Κίσ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πέλοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Βλάσ. Γαργαλ. Δίβρ. Κοντογόν. Κουρτάκ. Λεντέκ. Μάν. Μάνεσ. Μαργέλ. Μηλιώτ. Μουζάκ. Πετροχ. Ρουμαν. Χώρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Βαρετάδ. Βόνιτσ. Καντήλ. Κουνουπίν. Μύτικ. Παναγούλ. Πατιόπουλ. Σπάρτ. κ.ἀ.) Τσακων. (Χαβουτσ) - Α. Ταρσούλ., ἔνθ᾽ ἀν. Ν. Κοτσοβίλ., ἔνθ᾽ ἀν. L. Roussel, ἔνθ᾽ ἀν. Λ. Παλάσκ., ἔνθἀ ἀν. Ν. Ἑστ., ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Ψύλλ; Μὲ τὸ γέρσιμο τοῦ ἥλιου νὰ πᾶς γιὰ νὰ κόψῃς τὰ ξύλα Γαργαλ. Ἦρθι ᾽ς τ᾽ ἁλών᾽ μὶ τοὺ γέρσ᾽μου τοὺ ἥλιου Μὐτικ. Δὲ bαίρνω φαΐ, μὰ μέσ᾿ ᾿ς τὸ ᾽έρσιμο τζῆ μέρας θά ᾽ρθω Ἀπὐρανθ. Μὲ τὸ γείρσιμο τὸ σαμάρ᾽ καφτῶτσ᾽ (= ἔπεσε) Χαβουτσ. Ἀκόμα ἔφεγγε λίγο ἀπὸ τὸ γέρσιμο τῆς μέρας Α. Ταρσούλ., ἔνθ᾽ ἀν. Μὲ τὸ γέρσιμο τοῦ ἥλιου ἀπὸ ἄσπρα τὰ χιόνια γίνηκαν χρυσᾶ Ν. Ἐστ. ἔνθ᾽ ἀν. Συνών γέρμα, πλάγιˬασμα. 2) Ἡ διὰ ζέοντος ὕδατος περίχυσις τῶν πρὸς πλὐσιν ἐνδυμάτων Κρητ. (Σφακ.) Πβ. γέρνω. Συνών. χύσιμο. 3) Ἡ κατὰ τὰ ἄκρα ἀναδίπλωσις ὑφάσματος κατὰ τὴν ραφὴν Θήρ. Συνών. γύρισμα, στρίφωμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA