ἀρνητὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρνητὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀρνητὴς ὁ, Ἤπ. Κάρπ. Κέρκ. Πελοπν. (Βασαρ. Λακων. Λάστ. Μάν.) κ.ἀ. ἀρνηστὴς Κρήτ. Πάρ. Πόντ. (Οἰν.) Σύμ. ἀρνετὴς Πόντ. (Κερασ.) ἀρνηκὴ Τσακων. Θηλ. ἀρνήτρα Πελοπν. (Λακων) κ.ἀ. ἀρνήστρα Μεγίστ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀρνε͜ιέμαι. Ἡ λ. καὶ μεσν. ’Ιδ. Θησαυρ.
Σημασιολογία
Ὁ ἀπαρνούμενος, ὁ ἐγκαταλείπων ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Νὰ εἶμαι-νὰ γενῶ ἀρνητὴς τοῦ Χριστοῦ! (ὅρκος) Βασαρ. Ἤπ. Κρήτ. Ἄν λέγω σε ψέματα, ἀρνετὴς τοῦ Χριστοῦ νὰ εἶμαι! Κερασ. || ᾊσμ. Κ’ ἐσεῖς περιβολάκιˬα μου ὅμορφοδουλεμένα, μὴν εἴδατε τὸν ἀρνητή, τὸν κλέφτη τῆς ἀγάπης; (τὸν ἀπαρνηθέντα τὸν πρὸς ἐμὲ ἔρωτα) Λάστ. Νὰ πάρω τὸν πόλλ᾿ ἀγαπῶ, | τὸν ἀγαπῶ, τὸν ἀρνητή, τόν ψεύτη καὶ τὸν κομπωτὴ Κάρπ. Κ’ οἱ μάννες ψεῦτρες γίνονται κ’ οἱ ἀδερφές ἀρνῆτρες Λακων. Ἑ μάννες ἔν᾽ ψεματαρεˬὲς τσ᾽ ἑ ἀδερφὲς ἀρνῆστρες Μεγίστ. Συνών. ἀπαρνητής.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA