ἀρνὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀρνὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀρνὶ τό, ἀρνὶν Κύπρ. Μεγίστ. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀρνὶ κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. Πόντ. (Ὄφ.) Τσακων. ἀρινὶ Λῆμν. ἀανὶ Σαμοθρ. ἀϊνὶ Σαμοθρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. ἀρνίον. Περὶ τῆς γενέσεως τοῦ ι εἰς τὸ ἀρινὶ ἰδ. ἈνθΠαπαδοπ. Γραμμ. βορ. ἰδιωμ. 23, περὶ δὲ τοῦ ἀϊνὶ ἰδ. ΑΗeisenberg ἐν Ἀφιερ. εἰς ΓΧατζιδ. 89 κἑξ.
Σημασιολογία
Τὸ νεογνὸν τοῦ προβάτου, ἀρνίον, ἀμνὸς ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Ἥμερος-ἥσυχος-μαλακὸς σὰν ἀρνὶ (ἤπιος, μαλακὸς καὶ εὐγενὴς εἰς τοὺς τρόπους. Πβ. ἀρχ. φρ. «ἀρνίου μαλακώτερος»). Τὸν ἔκαμα ἀρνὶ (τὸν ἐξημέρωσα, τὸν κατεπράυνα). Ἔγινε ἀρνὶ (κατέστη πρᾶος) κοιν. Ἀρνὶν ἐποίκ’ ἀτον (τὸν ἔκαμα. Συνών. ταῖς προηγουμέναις) Κερασ. Τραπ. Χαλδ. Κοιμᾶται σὰν ἀρνὶ (ἐπὶ ἡσύχου καὶ παρατεταμένου ὕπνου συνήθως παιδίου) πολλαχ. Μὲ τ’ ἀρνιὰ κουρεύεται (ἐπὶ ἀνθρώπου ἡλικιωμένου μέν, λέγοντος δὲ καὶ πράττοντος ὅσα καὶ οἱ παῖδες) Πελοπν. (Δημητσάν.) Πῆραν ἀρνιˬὰ οἱ προβατῖνες (ἔμειναν ἔγκυοι) Πελοπν. (Μαζαίικ.) Σὰν τ’ ἀρνιˬὰ ᾿ς τὸ μακελλε͜ιὸ (ἐπὶ πολλῶν φονευμένων ἐν συμπλοκῇ) Ἀθῆν. Σὰν τ’ ἀρνὶ ᾽ς τοῦ χασάπη (ἐπὶ τιμωρίας ἀθῴου) Ἤπ. Δένω τ’ ἀρνιˬὰ (ἐμποδίζω διὰ μαγικῶν καταδέσμων τὰ ἁρπακτικὰ ὄρνεα καὶ τοὺς ἀγρίους αἰλούρους διὰ νὰ μὴ φάγουν τ’ ἀρνιὰ) Κρήτ. Προβατῖνα τέσσερων ἀρνιˬῶνε (ἡ τετράκις γεννήσασα, ἔπειτα δὲ καὶ τετραετὴς) Μαζαίικ. Κριάρι τέσσερων ἀρνιˬῶνε (κριὸς τετραετής. Ἡ σημ. ἐπεξετάθη καὶ ἐπὶ τὸν κριὸν ἐκ τῆς προβατίνας) αὐτόθ. Πρόβατο δύο-τριῶν-τεσσάρων ἀρνιῶν (ὅταν ἔχῃ ἀλλάξει δύο-τρία-τέσσαρα ζεύγη κοπτήρων) ΡΔημητρ. Κτηνοτρόφ. 62. || Αἱ ἑπόμεναι φρ. λέγονται ἐπὶ ἐπιμόνου ἀρνήσεως λογοπαικτικῶς διὰ τὴν παρήχησιν ἀρνὶ-ἀρνε͜ιέμαι (Πβ. ΝΠολίτ Παροιμ. 2,470): Τ’ ἀρνὶ βαστῶ (ἀρνοῦμαι) Λέσβ. Κάμνου τ᾽ ἀρνὶ αὐτόθ. Πιˬάν’ τ’ ἀρνὶ ἀπ’ τ᾽ν οὐρὰ Θεσσ. (Ζαγορ.) Ἔπιˬασε τ᾽ ἀρνὶ ἀπὸ τὸ πόδι Δημητσάν. Ἔπιασι τ᾿ ἀρνὶ Μακεδ. (Καταφύγ) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾿Εγὼ τ᾽ ἀρνὶ ἀπὸ τὸ ποδάρι! (ἀρνε͜ιόμουν) Ἀθῆν. Τ᾿ ἀρνὶ ὀχ τὸ πόδι Πελοπν. (Βούρβουρ.) Ἄν σὲ ρωτήσουν, ἐσὺ τ᾿ ἀρνὶ (ν᾽ ἀρνηθῇς) Πελοπν. (Μάν.) Πόσα τοῦ ᾿λεα κ’ ἐκεῖνος γούλου τ᾽ ἀρνί! (ἀρνε͜ιότανε) Σύμ. || Παροιμ. Ἀχαμνὸ ἀρνὶ καὶ παχε͜ιὰ νουρὰ (ἐπὶ πτωχοῦ ἐπιδεικνύοντος πολυτέλειαν) Πελοπν. (Μεσσ.) Φτουχὸ ἀρνί, πλατε͜ιὰ νουρὰ δὲν πάει (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Αἰτωλ. Ὅπο͜ιους γίνιτι ἀρνὶ τοὺν τρώει οὑ λύκους (δὲν ἐπιτρέπεται διαρκὴς ἀνοχὴ πρὸς τοὺς θέλοντας νὰ μᾶς βλάπτουν, διότι ἄλλως κινδυνεύομεν νὰ ὑποστῶμεν συμφορὰς καὶ ζημίας) Μακεδ. (Σισάν.) Τοὺ καλὸ τ᾽ ἀρνὶ ποὺ δυὸ μάννις β’ζαί’ (ἐπὶ τοῦ χρηστοῦ ἀγαπωμένου) Μακεδ. || ᾎσμ. Ἀρνί ’φαες κ᾽ ἐρνίστης με, τυρὶ καὶ τυραννεῖς με (στίχ. λογοπαικτικὸς διὰ τὴν παρήχησιν ἀρνὶ-ἐρνίστης καὶ τυρὶ-τυραννεῖς) Σύμ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA